
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀ-βέλτερος"
- ἀ-βέλτερος, -α, -ον, ανώφελος, ανόητος, αφελής, μωρός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. ἀβελτερώτατος, στον ίδ.