LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπ-αναισχυντέω"
- ἀπ-αναισχυντέω, μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος)· I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι. II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.