
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπόστᾰσις"
- ἀπόστᾰσις, -εως, ἡ (ἀφίσταμαι), το να στέκεται κάποιος μακριά από κάτι, και συνεπώς· 1. επανάσταση, εξέγερση, ανταρία, ἀπό τινος ή τινος, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρός τινα, σε Θουκ. 2. αναχώρηση από, βίου, σε Ευρ. 3. απόσταση, διάστημα, σε Πλάτ.