
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποτρίβω"
- ἀπο-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, επιτετ. του τρίβω, I. συντρίβω, κατασυντρίβω, σε Ομήρ. Οδ. II. καθαρίζω τρίβοντας, αποξέοντας, σε Θεόκρ. — Μέσ., απαλλάσσομαι από κάτι, το εξαλείφω, σε Δημ., Αισχίν.· αρνούμαι, αποποιούμαι, απορρίπτω, τὴν πεῖραν, σε Πλούτ.