
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀντίρροπος"
- ἀντίρροπος, -ον, αντισταθμιστικός, αντίρροπος, τινος, σε Δημ.· λύπης ἀντ. ὄχθος, το ισόρροπο βάρος της θλίψης, σε Σοφ.· επίρρ., ἀντιρρόπως πράττειν τινί, ώστε να ισοσταθμίσει τη δύναμή του, σε Ξεν.