Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀναφέρω, ποιητ. ἀμ-φέρω· μέλ. ἀν-οίσω, αόρ. αʹ ἀν-ήνεγκα, Ιων. ἀνήνεικα, επίσης ἄνῳσα· I. 1. φέρνω ή κουβαλώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, σε Ξεν.· φέρνω στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ.Μέσ., μεταφέρω σε ασφαλές μέρος, παίρνω μαζί μου, στον ίδ. 2. χύνω, εκβάλλω δάκρυα, σε Αισχύλ.Μέσ., ἀνενείκασθαι, απόλ., βγάζω βαθιά αναπνοή, βγάζω βαθύ αναστεναγμό, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., προφέρω, εκφέρω, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, σε Θεόκρ. 3. κρατώ, βαστάζω, επωμίζομαι, ἄχθος, σε Αισχύλ.· κινδύνους, σε Θουκ. 4. προσφέρω, συνδράμω, συνεισφέρω, εἰς τὸ κοινόν, σε Δημ.· προσφέρω σε θυσία, σε Κ.Δ. 5. αμτβ., οδηγώ, για δρόμο, σε Ξεν. II. 1. φέρνω, επαναφέρω, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀν. τὰς κώπας, να ανακτήσουν τα κουπιά στο τέλος του χτυπήματος, σε Θουκ. 2. φέρνω πίσω ειδήσεις, αναφέρω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. επαναφέρω από την εξορία, σε Θουκ. 4. ανιχνεύω την οικογενειακή γραμμή, εντοπίζω τον προπάτορα της οικογένειας, σε Πλάτ. 5. αναφέρω ένα ζήτημα σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδω, σε Ευρ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., ἀν. εἴς τινα, επικαλούμαι κάποιον, κάνω αναφορά σ' αυτόν, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. επαναφέρω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Θουκ.Παθ., επανέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης αμτβ. στην Ενεργ., συνέρχομαι, αναλαμβάνω, στον ίδ. κ.λπ. 7. επιστρέφω, αποδίδω ως εισόδημα, σε Ξεν. 8. παραλληλίζω, εξομοιώνω, σε Πλούτ.