
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνάστᾰτος"
- ἀνάστᾰτος, -ον (ἀνίστᾰμαι), 1. αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το σπίτι του, από τον τόπο του, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.