Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμείνων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμείνων, -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἀγαθός, I.1. καλύτερος, ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. ἀγαθός II. λέγεται για πράγματα, καλύτερος, καταλληλότερος, στον ίδ. 2. ἄμεινόν (ἐστι), είναι καλύτερο, με απαρ., ἐπεί πείθεσθαι ἄμεινον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ ἄμεινον, δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ. 3. τὰ ἀμείνω φρονέειν, διαλέγει το καλύτερο μέρος, στον ίδ.