
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλαζονεύομαι"
- ἀλαζονεύομαι, μέλ. -εύσομαι· αποθ.· (ἀλαζών)· κομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.