Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκούω (√ΑΚΟϜ), [ᾰ]· Επικ. παρατ. ἄκουον· μέλ. ἀκούσομαι (Ενεργ. τύπος ἀκούσω μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς)· αόρ. αʹ ἤκουσα, Επικ. ἄκουσα· παρακ. ἀκήκοα, Λακων. ἄκουκα· υπερσ. ἠκηκόειν· αρχ. Αττ. ἠκηκόη, Ιων. ἀκηκόεινΜέσ., Επικ. παρατ. ἀκούετο, αόρ. αʹ ἠκουσάμηνΠαθ. μέλ. ἀκουσθήσομαι, αόρ. αʹ ἠκούσθην, παρακ. ἤκουσμαι· I. 1. ακούω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Συντάσσεται κυρίως με αιτ.του πράγματος που ακούστηκε, με γεν. του προσώπου από το οποίο ακούστηκε κάτι, ταῦτα Καλυψοῦς ἤκουσα, σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. προσ. μπορεί να παραληφθεί, ἀκήκοας λόγον, σε Σοφ. ή και η αιτ. πράγμ., ἄκουε τοῦ θανόντος, στον ίδ.· συχνά όμως με γεν. πράγμ., έχω ακούσει για κάτι. 2. με γεν. αντικειμ., ακούω για, ακούω να λένε για, ἀκ. πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, ἀκ. περί τινος. 3. το πρόσωπο από το οποίο γίνεται αντιληπτό κάτι παίρνει πρόθ., ἀκούειν τι ἀπό, ἔκ, παρά, πρός τινος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. γνωρίζω εξ ακοής, εἴ που ἀκούεις, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Πλάτ. κ.λπ. III. απόλ., ακούω, προσέχω, δίνω προσοχή, στην αρχή, στο ξεκίνημα διακήρυξης ή αγγέλματος ἀκούετε λεῴ, ακούστε προσεκτικά, άνθρωποι. IV.αφουγκράζομαι, προσέχω σε, δίνω προσοχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2. υπακούω, με γεν. ή σπανιότερα με δοτ., στο ίδ. 3. ακούω και καταλαβαίνω, εννοώ, κλύοντες οὐκ ἤκουον, σε Αισχύλ. V. με Παθ. σημασία μαζί με επίρρ., ακούω τον εαυτό μου να αποκαλείται με θετικό ή αρνητικό τρόπο, όπως το Λατ. audire, κακῶς ἀκ. πρός τινος, κακολογούμαι από κάποιον, σε Ηρόδ.· εὖ, κακῶς, ἄριστα ἀκ., Λατ. bene, male audire, στον ίδ., Αττ. 2. με ουσ., ἀκούειν κακός, καλός, σε Σοφ., Πλάτ.· κόλακες ἀκούουσι, σε Δημ. 3. με αιτ. πράγμ., ἀκ. κακά, ακούω να λέγονται κακά εναντίον μου από κάποιον, σε Αριστοφ.· φήμας κακὰς ἤκουσεν, σε Ευρ.