
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψόγος"
- ψόγος, ὁ (ψέγω)· I. αξιόμεμπτο σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι, σε Σιμων. II. κατηγορία, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία, σε Πίνδ., Τραγ., κ.λπ.· ψόγοντινὶ ἐπενεγκεῖν, σε Θουκ.