Αποτελέσματα για: "χρῇ"
Βρέθηκαν 50 λήμματα [1 - 20]
-
χρῇ, βλ. χράω Β. II.
-
χρῆ, ἡ, = χρεών II, ανάγκη, χρεία, χρῆ 'σται, που χρησιμεύει ως μέλ. του χρή, θα είναι αναγκαίο, με απαρ., σε Σοφ.
-
χρή, Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. χρῇ, ευκτ. χρείη, απαρ. χρῆναι, ποιητ. επίσης χρῆν· παρατ. ἐχρῆν, επίσης χωρίς αύξηση, χρῆν, ακόμη και σε Αττ. (χράω Γ)· I. 1. είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν ἴαμα ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα φάρμακο δεν ήταν σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· με απαρ., πρέπει, είναι ανάγκη να, κάποιος πρέπει ή οφείλει να κάνει κάτι, σε Όμηρ., Αττ.· συχνά, όπως το Λατ. oportet, με αιτ. προσ. και απαρ., αυτός που πρέπει να..., αρμόζει να..., είναι ανάγκη να..., ταιριάζει κάποιος να..., οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά το απαρ. μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (ενν. ἀποπαύεσθαι), γιατί έπαψες να μάχεσαι; γιατί δεν σου αρμόζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. μάρνασθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρή (ενν. ἐπιπλεῦσαι), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν (ενν. τοῦτο ποιεῖν), ἀλλὰ τί χρῆν εἴπατε· 2. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις ανάγκη αφροσύνης, δηλ. δεν σου ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μυθήσεαι ὅττεό (δηλ. ὅτου) σε χρή, θα πει ότι έχεις ανάγκη από, σε Ομήρ. Οδ. II. μερικές φορές με λιγότερο ισχυρή σημασία, πῶςχρὴ τοῦτο περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει κάποιος μέσα από αυτό; σε Θεόκρ. III. τὸ χρῆν (απαρ.), χρεών, πεπρωμένο, μοίρα, σε Ευρ.
-
χρῄζω, Ιων. χρηΐζω· Δωρ. χρῄσδω, Μεγαρ. χρῄδδω· μέλ. χρῄσω, Ιων. απαρ. αορ. αʹ χρηΐσαι· χρησιμ. από Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ. [χράω (Β) II]· I. 1. έχω ανάγκη, χρεία, έλλειψη, έχω ανάγκη από, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ.· απόλ. σε μτχ. χρηίζων, αυτός που έχει έλλειψη, ανάγκη, φτωχός, ενδεής, άπορος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. 2. επιθυμώ, λαχταρώ, ζητώ· α) με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· σπάνια με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Σοφ.· συχνά το απαρ. παραλείπεται, φράζε ὅ τι χρῄζεις (ενν. φράζειν), σε Αριστοφ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ ή επιθυμώ να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, με γεν. προσ. και απαρ., επιθυμώ από κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Τραγ. γ) με διπλή γεν., προσ. και πράγμ., τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα, σε Ηρόδ. 3. μὴ θανεῖν ἔχρῃζες (Σοφ. Οιδ. Κολ. 1713), μακάρι να μην επιθυμούσες να πεθάνεις, ασυνήθιστη σύνταξη, πρβλ. ἐπωφέλησα αντί ὤφελον (βλ. ανωτ. 541). 4. μτχ. χρῄζων, χρησιμ. απόλ. αντί εἰ χρῄζει, εάν κάποιος θέλει, εάν κάποιος επιλέγει, σε Θέογν., Αισχύλ.· επίσης, τὸ χρῇζον, η παράκλησή σου, σε Ευρ.
-
χρήζω, = χράω (Γ), δίδω χρησμό, χρησμοδοτώ, σε Ευρ.
-
χρηΐζω, Ιων. αντί χρῄζω.
-
χρηΐσκομαι, Ιων. θαμιστικό του χρηΐζω, βρίσκομαι στην ανάγκη κάποιου, τινι, σε Ηρόδ.
-
χρῆμα, -ατος, τό (χράομαι)· I. κάτι που κάποιος χρησιμοποιεί ή χρειάζεται· σε πληθ., αγαθά, περιουσία, χρήματα, σκεύη, έπιπλα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα, σε Ξεν.· κρείσσων χρημάτων, ανώτερος χρημάτων, δηλ. αδιάφθορος, αδέκαστος, σε Θουκ.· χρημάτων ἀδωρότατος, στον ίδ.· σπανίως σε ενικ. με αυτή τη σημασία, ἐπὶ κόσῳ χρήματι; για πόσα χρήματα; απάντηση ἐπ' οὐδένι, σε Ηρόδ. II. 1. γενικά, πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κινεῖν πᾶν χρήμα, «δεν αφήνει πέτρα αγύριστη», σε Ηρόδ.· λέγεται για μάχη, ενασχόληση, σε Πλούτ. 2. το χρῆμα συχνά τίθεται όπου είναι δυνατό να παραλείπεται, δεινὸν χρῆμα ἐποιεῦντο, σε Ηρόδ.· ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίαν, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, στον ίδ.· τί χρῆμα; όπως το τί; τι; τί χρῆμα δρᾷς; σε Σοφ.· τί χρῆμα πάσχω; τί δ' ἐστί χρῆμα; ποιος είναι ο λόγος; σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. χρησιμ. σε περιφράσεις για να δηλώσει κάτι περίεργο ή παράδοξο, μέγα συὸς χρῆμα, τέρας, μεγαθήριο, λέγεται για έναν κάπρο, σε Ηρόδ.· τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον, πόσο φοβερά μεγάλες είναι οι νύχτες, σε Αριστοφ.· λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, τι μεγάλη πόλη! στον ίδ.· κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός, είδος ανθρώπου κλέφτη, στον ίδ.· σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος, αληθινά είναι ένα έξυπνο δημιούργημα! σε Θεόκρ.· ομοίως, λέγεται για να δηλώσει πολύ μεγάλο αριθμό, πολύ, στοίβα, σωρός, πολλόν τι χρῆμα τῶν ὀφίων, χρῆμα πολλὸν νεῶν, σε Ηρόδ.· ὅσον τὸ χρῆμα παρνόπων, τι πλήθος ακρίδων! σε Αριστοφ.· ὅσον τὸ χρῆμα πλακοῦντος, στον ίδ.· τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον, πόσοι κόποι! στον ίδ.· επίσης, λέγεται για πρόσωπα, χρῆμα θηλειῶν, το γυναικείο φύλο, σε Ευρ.· μέγα χρῆμα Λακαινᾶν, σε Θεόκρ.
-
χρημᾰτίζω, μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ, παρακ. κεχρημάτικα (χρῆμα)· I. 1. εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, ιδίως, λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η σημασία απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ. 2. συζητώ, διαλογίζομαι, σε Δημ., Αισχίν. 3. δίνω ακρόαση σε, απαντώ έπειτα από σκέψη, τινί, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ. 4. λέγεται για χρησμό, δίνω απάντηση (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ. — Παθ., παίρνω απάντηση ή προειδοποίηση, σε Κ.Δ.· ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί προειδοποίηση, στον ίδ. II. 1. Μέσ., χρηματίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. κεχρημάτισμαι· εμπορεύομαι ή διεξάγω διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, αποκτώ χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· χρηματίζω χρήματα, σε Ξεν. 2. γενικά, διεκπεραιώνω υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω σύσκεψη με, τινι, σε Ηρόδ. 3. με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα, κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ. III. σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., λαμβάνω και φέρω τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει βασιλεύς, σε Πολύβ.· Ἶσις ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. χρηματίσαι Χριστιανούς, σε Κ.Δ.· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.
-
χρημᾰτικός, -ή, -όν (χρῆμα), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα χρήματα· χρηματικὴ ζημία, χρηματικό πρόστιμο, σε Πλούτ.· χρηματικὰ συμβόλαια, χρηματικά συμβόλαια, στον ίδ.· οἱ χρηματικοί, οι πλούσιοι άνθρωποι, στον ίδ.
-
χρημᾰτισμός, ὁ (χρηματίζω)· I. μαντική απάντηση, θεία εντολή ή διαταγή, σε Κ.Δ. II. (από Μέσ.), το να αποκτάς χρήματα, σε Πλάτ.· κέρδος, όφελος, σε Δημ.
-
χρημᾰτιστέον, ρημ. επίθ. του χρηματίζω, αυτός που πρέπει να αποκτήσει χρήματα, σε Ξεν.
-
χρημᾰτιστήριον, τό (χρηματίζω), τόπος όπου διεξάγονται διαπραγματεύσεις, χρηματιστηριακό γραφείο, σε Πλούτ.
-
χρημᾰτιστής, -οῦ, ὁ (χρηματίζω)· 1. άνθρωπος που καταπιάνεται με χρηματική εργασία, αυτός που κερδίζει χρήματα, έμπορος, σε Πλάτ., Ξεν. 2. ως επίθ., = το επόμ., σε Αριστ.
-
χρημᾰτιστικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην απόκτηση χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, άνθρωπος που ασχολείται με απόκτηση χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς οἰωνός, οιωνός που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· τὸ χρηματιστικόν, η εμπορική τάξη, σε Αριστ.· ἡ χρηματιστική (ενν. τέχνη), η τέχνη να αποκτά κανείς χρήματα, εμπόριο, σε Πλάτ.
-
χρημᾰτο-δαίτης, -ου, ὁ (δαίω), αυτός που διαμοιράζει τον πλούτο, σε Αισχύλ.
-
χρημᾰτο-ποιός, -όν (ποιέω), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν.
-
χρημοσύνη, ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.
-
χρῇς, χρῇσθα, βλ. χράω Β. II. 2.
-
χρῄσδω, Δωρ. αντί χρῄζω.