Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρημᾰτιστικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρημᾰτιστικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην απόκτηση χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, άνθρωπος που ασχολείται με απόκτηση χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς οἰωνός, οιωνός που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· τὸ χρηματιστικόν, η εμπορική τάξη, σε Αριστ.· ἡ χρηματιστική (ενν. τέχνη), η τέχνη να αποκτά κανείς χρήματα, εμπόριο, σε Πλάτ.