
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρόνησις"
- φρόνησις, -εως, ἡ (φρονέω)· I. 1. σκέψη να κάνω κάτι, σκοπός, πρόθεση, σε Σοφ. 2. αλαζονεία, σε Ευρ. II. φρονιμάδα, σύνεση, σε Πλάτ. κ.λπ.