Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τηρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τηρέω, μέλ. τηρήσω (τῆροςI. 1. επιτηρώ, προσέχω, φυλάττω, σε Πίνδ., Αριστοφ.Παθ., είμαι συνεχώς υπό επιτήρηση, σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., τηρήσομαι με Παθ. σημασία, στον ίδ. 2. φροντίζω ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ. II. 1. παρατηρώ από κοντά, προσέχω συνεχώς, επιτηρώ, σε Αριστοφ.· τὰς ἁμαρτίας, σε Θουκ. 2. καιροφυλακτώ, με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· παραστείχοντα τηρήσας, τον παρατηρούσα με προσοχή καθώς περνούσε, σε Σοφ. 3. απόλ., αγρυπνώ, φυλάττω, σε Αριστ.· με απαρ., φυλάττω, προσέχω ώστε να..., σε Θουκ. III. παρατηρώ, φυλάω κάτι εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· τηρέω εἰρήνην, σε Δημ.