
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκεπτέον"
- σκεπτέον, ρημ. επίθ. του σκέπτομαι· 1. κάτι που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. σκεπτέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.