Αποτελέσματα για: "πᾶς"
Βρέθηκαν 22 λήμματα [1 - 20]
-
πᾶς, πᾶσα, πᾶν, γεν. παντός, πάσης, παντός· γεν. πληθ. αρσ. και ουδ. πάντων, θηλ. πασῶν, Ιων. πᾱσέων, Επικ. πᾱσάων [σᾱ]· δοτ. πληθ. αρσ. και ουδ. πᾶσι, Επικ. πάντεσσι, Λατ. omnis,
Α.όλοι, όταν χρησιμ. για πολλούς· όταν αναφέρεται σε έναν μόνο, όλος, ολόκληρος. I. 1. στον πληθ., όλοι, πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν Σαμίων πάντες, σε Θουκ.· ἅμα πάντες, πάντες ἅμα, όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. με υπερθ., πάντες ἄριστοι, όλοι οι ευγενείς, Λατ. optimus quisque, σε Όμηρ. II. ολότητα, σύνολο, πᾶσα ἀλήθεια, όλη η αλήθεια, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκέη πᾶσα, όλος ο χαλκός, σε Ηρόδ.· ἦν ἡ μάχη ἐν χερσὶ πᾶσα, ολόκληρη χέρι με χέρι, σε Θουκ.· ἡ πᾶσα βλάβη, τίποτα άλλο παρά μόνο βλάβη, σε Σοφ. III. ἕκαστος, ο καθένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· πᾶς χώρει, άσε τους όλους να φύγουν, σε Αριστοφ.· επίσης, πᾶς ἀνήρ, σε Σοφ. κ.λπ.· πᾶς τις, κάθε ένας μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πᾶς ὅστις..., σε Σοφ.· πᾶν ὅσον, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. I. Όταν χρησιμοποιείται το άρθρο, γενικά τίθεται μετά το πᾶς, πᾶσα τὴν δύναμιν, όλη η δύναμή τους, σε Ηρόδ.· πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, σε Θουκ. II. όταν το πᾶς τίθεται μεταξύ άρθρου και ουσ. δηλώνει ολότητα, ενότητα, ὁ πᾶς ἀριθμός, σε Αισχύλ.· τὸ πᾶν πλῆθος, σε Θουκ. III. ως ουσ., τὸ πᾶν, το όλον, το παν, σε Αισχύλ.· τὰ πάντα, όλα, τα πάντα, στον ίδ. Γ. I. Με αριθμητικά σημαίνει τον ακριβή αριθμό, ἐννέα πάντες, εξ ολοκλήρου εννέα, όλοι εννέα, όχι λιγότεροι, σε Ομήρ. Οδ.· δέκα πάντα τάλαντα, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε, 3.000 από όλα τα είδη, σε Ηρόδ. II. μαζί με το άρθρο, εν όλω, συνολικά, οἱ πάντες εἷς καὶ ἐννενήκοντα, στον ίδ. Δ. Ειδικότερες χρήσεις· I. 1. σε δοτ. πληθ. αρσ. πᾶσι, με ή σύμφωνα με την κρίση όλων, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. πᾶσι ως ουδ., σε όλα, συνολικά, σε Σοφ. II. 1. πάντα γίγνεσθαι, γίνομαι τα πάντα, δηλ. λαμβάνω κάθε μορφή, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς πᾶν ἀφικνεῖσθαι, ρισκάρω τα πάντα, σε Ξεν. 2. πάντα εἶναί τινι, είμαι το παν για κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. πάντα, ως επίρρ. αντί πάντως, σε όλα τα σημεία, ολοκληρωτικά, συνολικά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· αλλά, τὰ πάντα, με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, σε Ηρόδ. III. 1. ουδ. ενικ. τὸ πᾶν, ολόκληρο το βιος κάποιου, περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν, στον ίδ.· τοῦ παντὸς ἐλλείπειν, σε Αισχύλ.· το πᾶν ως επίρρ., συνολικά, ολοσχερώς, σε Σοφ. κ.λπ.· με άρνηση, καθόλου, σε Αισχύλ. 2. πᾶν, καθετί, το παν, οτιδήποτε, πᾶν μᾶλλον ἢ στρατίην, οτιδήποτε καλύτερο από το στράτευμα, σε Ηρόδ.· πᾶνποιῶν, με όλα τα μέσα, με κάθε τρόπο, σε Πλάτ.· ομοίως, πάντα ποιῶν, σε Δημ. 3. ἐπὶ πᾶν, εξ ολοκλήρου, γενικά, συνολικά, σε Πλάτ. 4. παντὸς μᾶλλον, πάνω απ' όλα, απολύτως, απαραιτήτως, Λατ. ita ut nihil supra, στον ίδ.· σε αποκρίσεις, πᾶν γε μᾶλλον, ναι, απόλυτα έτσι, στον ίδ. 5. με πρόθ., ἐς πᾶν κακοῦ ἀπικέσθαι, στο αποκορύφωμα της, σε Ηρόδ.· ομοίως, εἰςπᾶν ἀφικέσθαι, σε Ξεν.· ἐς τὸ πᾶν, ολοσχερώς, σε Αισχύλ.· ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι, βρίσκεται στα άκρα της απόγνωσης, σε Θουκ.· περὶπαντὸς ποιεῖσθαι, εκτιμώ πάνω απ' όλα, Λατ. maximi facere, σε Ξεν.· διὰ παντός (ενν. χρόνου), ή ως μία λέξη διάπαντος, για πάντα, συνεχώς, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· αλλά επίσης, απολύτως, ολοσχερώς, ολότελα, συνολικά, σε Θουκ., Πλάτ.
-
πάσασθαι[ᾰ], I. απαρ. αορ. αʹ του πατέομαι· αλλά, II.πάσασθαι [ᾱ], του πάομαι.
-
πᾰσῐ-μέλουσα, ἡ (μέλω), λέγεται για το καράβι Αργώ, αυτή που αποτελεί φροντίδα σε όλους, δηλ. είναι γνωστή στους πάντες, σε Ομήρ. Οδ.
-
πάσομαι[ᾰ], I. μέλ. του πατέομαι· αλλά, II.πάσομαι [ᾱ], του πάομαι.
-
πασπάλη[ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.
-
πασσᾰγία, ἡ, = πανσαγία.
-
πασσᾰλευτός, -ή, -όν, καρφωμένος, σε Αισχύλ.
-
πασσᾰλεύω, Αττ. παττ-, μέλ. -σω, 1. καρφώνω, στερεώνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. μπήγω κάτι όπως μια ξυλόπροκα ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.
-
πάσσᾰλος, Αττ. πάττ-, ὁ· Επικ. γεν. πασσαλόφι· (πήγνυμι)· I. πάσσαλος, παλούκι στο οποίο κρέμωνται ρούχα, όπλα, κ.τλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, στο ίδ. II. στοματοδιαστολέας, φίμωτρο, σε Αριστοφ.
-
πασσάμενος, Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.
-
πάσσαξ, -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.
-
πασ-σέληνος, -ον = παν-σέληνος.
-
πάσσοςοἶνος, Λατ. vinum passum, κρασί από σταφίδα, σε Πολύβ.
-
πάσ-σοφος, -ον, = πάν-σοφος.
-
πασ-σῠδεί, -δί, -δίῃ, -δίην, = πανσ-.
-
πάσσω, Αττ. πάττω, μέλ. πάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔπᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπάσθην, παρακ. πέπασμαι· I. 1. ραντίζω, φάρμακα πάσσων, απλώνοντας αλοιφές πάνω από τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. διαιρ., πάσσε ἁλός, ρίχνοντας λίγο αλάτι, στο ίδ. 2. ραίνω, χρυσῷ ῥόδοις πάσσω τινά, σε Αριστοφ. II. μεταφ., κεντώ, διακοσμώ, σε Ομήρ. Ιλ.· πάσσω ἀέθλους, κατορθώνω πολεμικά ανδραγαθήματα, στο ίδ.
-
πάσσων, -ον, γεν. -ονος, ανώμ. Επικ. συγκρ. του παχύς αντί παχύτερος ή παχίων, παχύτερος, πυκνότερος, σε Ομήρ. Οδ.
-
παστάς, -άδος, ἡ = παραστάς· I. προπύλαια, σε Ηρόδ.· επίσης, περιστύλιο, πλατεία, νησίδα, σε Ξεν... II. όπως το θάλαμος, εσωτερικό δωμάτιο, νυφική κάμαρα, σε Ευρ., Θεόκρ.· λέγεται για τη σπηλιά στην οποία ήταν φυλακισμένη η Αντιγόνη, σε Σοφ.
-
παστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του πάσσω, είμαι πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
-
παστός, ὁ = παστάς II, νυφική κάμαρα, σε Λουκ.