Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πύξ"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
πύξ, επίρρ., με σφιχτή γροθιά, με πυγμή, πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης, καλός στη γροθιά, δηλ. στην πυγμαχία, σε Όμηρ. κ.λπ.· πὺξ μάχεσθαι, με τις γροθιές, σε Ομήρ. Ιλ.· πὺξ πατάσσειν, παίειν, σε Αριστοφ.
πυξίνεος, , -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
πύξῐνος, , -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
πυξίον, τό, πίνακας γραφής από ξύλο θάμνου, σε Λουκ.
πυξίς, -ίδος, , μικρό κιβώτιο από ξύλου θάμνου, σε Λουκ.
πύξος, , είδος θάμνου (πύξος) ή το ξύλο του πύξου, Λατ. buxus.