Αποτελέσματα για: "πύξ"
Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
-
πύξ, επίρρ., με σφιχτή γροθιά, με πυγμή, πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης, καλός στη γροθιά, δηλ. στην πυγμαχία, σε Όμηρ. κ.λπ.· πὺξ μάχεσθαι, με τις γροθιές, σε Ομήρ. Ιλ.· πὺξ πατάσσειν, παίειν, σε Αριστοφ.
-
πυξίνεος, -α, -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
-
πύξῐνος, -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
-
πυξίον, τό, πίνακας γραφής από ξύλο θάμνου, σε Λουκ.
-
πυξίς, -ίδος, ἡ, μικρό κιβώτιο από ξύλου θάμνου, σε Λουκ.
-
πύξος, ἡ, είδος θάμνου (πύξος) ή το ξύλο του πύξου, Λατ. buxus.