Αποτελέσματα για: "ποτός"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ποτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), I. πόσιμος, κατάλληλος προς πόση, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. ως ουσ., ποτόν, τό, αυτό που πίνει κάποιος, ποτό, ιδίως λέγεται για κρασί, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· σῖτα καὶ ποτά, φαγητά και ποτά, σε Ηρόδ. 2. πάτριον ποτόν, πίνω από το ποτό που έπιναν οι πρόγονοί μου, σε Αισχύλ.· ποτὸν κρηναῖον, σε Σοφ.
-
πότος, ὁ (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), οινοποσία, κρασοκατάνυξη, συμπόσιο, σε Ξεν.· παρὰ πότον, Λατ. inter pocula, στον ίδ.· ἐν τοῖς πότοις, σε Αισχίν.
-
ποτ-όσδω, Δωρ. αντί προσ-όζω.