Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περί-ειμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περί-ειμι (εἰμί, Λατ. sum), απαρ. -εῖναι, μτχ. περι-ών· I. βρίσκομαι γύρω από ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.· τὰ περιόντα, οι περιστάσεις, σε Δημ. II. είμαι καλύτερος από, ανώτερος από τον άλλο, υπερέχω, εξέχω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, σε Ομήρ. Οδ.· οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην), σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., σοφίᾳ περίειμι τῶν Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι ανώτερος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ περιόντος, σε Θουκ. III. 1. επιζώ, ζω μετά από κάτι ή κάποιον, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., επιζώ, παραμένω ζωντανός, στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, υφίσταμαι, υπάρχω, σε Ηρόδ. 2. βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, υπολείπομαι, παραμένω, λέγεται για περιουσία, χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ φανταζόμενοι, θεωρώντας ότι ο καθένας έχει μια ζυγαριά στα χέρια του, σε Δημ. 3. έρχομαι ως αποτέλεσμα ή συνέπεια, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων, στον ίδ.· τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ' εσάς τόσο μίσος εναντίον μου, σε Φίλιπ. παρά Δημ.· με απαρ., περίεστι ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.