
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παῦλα"
- παῦλα, ἡ (παύω)· 1. παύση, ανάπαυση, σταμάτημα, τέλος, ανάπαυλα, σε Σοφ.· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, φαίνεται πως δεν υπάρχει τέλος σ' αυτό, σε Θουκ. 2. με γεν., παῦλα νόσον, παύση της ασθένειας ή τέλος αυτής, σε Σοφ.· παῦλάν τιν'αὐτῶν, κάποια μέσα για να σταματήσουν αυτούς, σε Ξεν.