Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρ-οξύνω[ῡ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-οξύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, 1. παροτρύνω, παρακινώ, παρορμώ, ερεθίζω, σε Ξεν., Δημ. 2. θυμώνω, προκαλώ, εξοργίζω, εξαγριώνω, πατρὸς μὴ παροξύνω φρένα, σε Ευρ., Θουκ.Παθ., προκαλούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.