
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρ-άγω"
-
παρ-άγω, μέλ. -άξω, αόρ. βʹ παρήγαγον·
Α. I. 1. οδηγώ κοντά ή μέσα σ' έναν τόπο, με αιτ. τόπου, σε Ηρόδ. 2. ως στρατιωτικός όρος, παρατάσσω τους άντρες, τους φέρνω από τη διάταξη της «στήλης» σε ευθεία γραμμή, σε Ξεν. II. 1. οδηγώ πλαγίως, ξεστρατίζω, βγάζω από το δρόμο, παρασύρω, παραπλανώ, Λατ. seducere, σε Πίνδ., Αττ. — Παθ., φόβῳ παρηγόμην, σε Σοφ.· ἀπάτῃ, σε Θουκ. 2. γενικά, οδηγώ προς ή μέσα σε κάποιο πράγμα, ἔς τι, σε Ευρ.· συνήθως λέγεται για κάτι κακό, σε Θέογν. κ.λπ. — Παθ., εξωθούμαι, είμαι πεπεισμένος, με απαρ., παρηγμένος εἰργάσθαι, τι, σε Σοφ. 3. λέγεται για πράγματα, οδηγώ δίπλα, μεταβάλλω την πορεία ενός πράγματος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. 1. φέρνω και τοποθετώ κάτι κοντά στους άλλους, παρουσιάζω ενώπιον, εισάγω, ἐς μέσον, σε Ηρόδ.· παράγω εἰς τὸ δικαστήριον, εισάγω υπόθεση στο δικαστήριο, σε Δημ.· επίσης, παρουσιάζω ενώπιον του δικαστηρίου ως μάρτυρα, στον ίδ. 2. εισάγω λαθραία, με τη σημασία της μυστικότητας, σε Ηρόδ. — Παθ., εισέρχομαι κρυφά, μπαίνω, σε Σοφ. Β. Αμτβ., 1. παρέρχομαι, περνώ απ' το δρόμο κάποιου, σε Ξεν. 2. εκλείπω, σε Κ.Δ.· ομοίως σε Παθ., στον ίδ., Πλούτ.