
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παντοδᾰπός"
- παντοδᾰπός, -ή, -όν (πᾶς), με κατάληξη -δαπός, πρβλ. ποδαπός. 1. ο κάθε είδους, κάθε λογής, πολυμερής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· σε πληθ. πολλοὶ καὶ παντοδαποί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -πῶς, με όλα τα είδη των τρόπων, ποιητής σε Αριστ. 2. παντοδαπὸς γίγνεται = παντοῖος γίγνεται, αυτός που εκλαμβάνει κάθε σχήμα, σε Αριστοφ.