LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νόος"
- νόος, νόου, Αττ. συνηρ. νοῦς, νοῦ, ὁ· στους μεταγεν. συγγραφείς απαντούν πτώσεις της γʹ κλίσης, γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αιτ. νοῦν· I. 1. μυαλό, διάνοια, αντίληψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· νόῳ, με νου, φρόνιμα, συνετά, σε Ομήρ. Οδ.· παρὲκ νόον, ασυναίσθητα, ανόητα, άκριτα, σε Ομήρ. Ιλ.· σὺν νόῳ, με σωφροσύνη, σε Ηρόδ.· νόῳ λαβεῖν τι, αντίληψη ενός πράγματος, στον ίδ.· νόῳ ἔχειν, έχω στο νου μου, σκέπτομαι, στον ίδ. 2. η φράση νοῦν ἔχειν σημαίνει: α) έχω συναίσθηση, είμαι λογικός, σώφρων, φρόνιμος, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· περισσὰ πράσσειν οὐκἔχει νοῦν οὐδένα, το να επιδιώκεις τόσο πολλά δεν έχει νόημα, σε Σοφ. β) έχω το μυαλό μου στραμμένο σε κάτι· ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν, σε Σοφ.· δεῦρο νοῦν ἔχε, σε Ευρ. 3. ψυχή, συναίσθημα, «καρδιά»· χαῖρε νόῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόος ἔμπεδος, ἀπηνής, σε Όμηρ.· ἐκ παντὸς νόου, με όλη του την καρδιά και την ψυχή, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ο νους σαν όργανο λήψης αποφάσεων και σχεδιασμών· τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τί σκοπεύεις να κάνεις; στον ίδ.· ἐν νόῳ ἔχειν, με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, προδιατίθεμαι να..., στον ίδ.· νόον τελεῖν, σε Ομήρ. Ιλ. II. σημασία ή νόημα, έννοια λέξης ή φράσης, πρότασης ή λόγου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.