LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νηπιος"
- νήπιος, -α (νη-, ἔπος), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον, I. αυτός που δεν μιλάει ακόμη, Λατ. infans, σε Όμηρ.· νήπια τέκνα, βρέφος νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, νήπια, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν παιδί, παιδιάστικος, ανόητος, άφρων, σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.