Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μύστης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μύστης, -ου, (μυέω),· 1. αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.· 2. ως επίθ., μυστικός, σε Αριστοφ., σε Ανθ.