
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μιμνήσκωήμιμνῄσκω"
-
μιμνήσκωήμιμνῄσκω (οι χρόνοι σχηματίζονται από το μνάω), μέλ. μνήσω, αόρ. αʹ ἔμνησα.
Α. ως μτβ. του μνάομαι, I. υπενθυμίζω, βάζω στο νου μου, σε Ομήρ. Οδ.· τινός, ένα πράγμα, σε Όμηρ. κ.λπ. II. ανακαλώ στη μνήμη μου, κάνω διάσημο, σε Πίνδ. Β. το Μέσ. και Παθ. μιμνήσκομαι, Επικ. προστ. -ήσκεο, παρατ. μιμνήσκοντο, μέλ. μνήσομαι, μνησθήσομαι και μεμνήσομαι, αόρ. αʹ ἐμνησάμην και ἐμνήσθην, παρακ. μέμνημαι (χρησιμ. με ενεστ. σημασία όπως το Λατ. memini), Επικ. βʹ ενικ. μέμνηαι ή μέμνῃ, Ιων. γʹ πληθ. ἐμεμνέατο· προστ. μέμνησο, Ιων. μέμνεο, υποτ. μέμνωμαι, Ιων. αʹ πληθ. -εώμεθα, ευκτ. μεμνῄμην, -ῇτο, επίσης τα βʹ και γʹ ενικ. μεμνῷο, -ῷτο· Επικ. γʹ ενικ. μεμνέῳτο, υπερσ. ἐμεμνήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἐμεμνέατο· I. 1. ανακαλώ στη μνήμη μου ένα πράγμα, φέρνω στο νου μου, θυμάμαι, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., ἀλκῆς μνήσασθαι, αναθυμούμαι κάτι από τη δύναμη κάποιου, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, περὶ πομπῆς μνησόμεθα, σε Ομήρ. Οδ. 2. με απαρ., θυμάμαι ή μου υπενθυμίζεται να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ. 3. με μτχ., μέμνημαι κλύων, θυμάμαι πως άκουσα, σε Αισχύλ.· μέμνημαι ἐλθών, θυμάμαι ότι έχω έλθει, δηλ. έχω έλθει, σε Ευρ. 4. αμτβ., μεμνήσομαι, θα συγκρατήσω στο νου μου, δεν θα ξεχάσω, σε Όμηρ.· μτχ. παρακ. ὧδέ τις μεμνημένος μαχέσθω, άφησέ τον να πολεμήσει με μεγάλη προσοχή, άφησέ τον να θυμηθεί να πολεμάει, σε Ομήρ. Ιλ. II. θυμάμαι κάτι και το λέω δυνατά, δηλ. αναφέρω, κάνω αναφορά σε, με γεν., σε Όμηρ.· περί τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπέρ τινος, σε Δημ.