
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λῡμαίνομαι"
- λῡμαίνομαι, αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. λυμᾰνοῦμαι, αόρ. ἐλυμηνάμην· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. λυμανθείς· παρακ. λελύμασμαι, γʹ ενικ. λελύμανται, μτχ. λελυμασμένος (λύμη)· I. 1. συμπεριφέρομαι ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα λόγια που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως ηθοποιός), σε Δημ.· ὀψοποιΐα λυμαίνομαι τὰ ὄψα, σε Ξεν. 2. με δοτ., ατιμάζω, επιφέρω βλάβη, φθείρω, καταστρέφω, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ. 3. απόλ., προξενώ όλεθρο, καταστροφή, σε Θουκ., Ξεν. II. ενίοτε ως Παθ., λυμανθὲν δέμας, σε Αισχύλ.· λελυμάνθαι, σε Δημ.