LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λάξ"
- λάξ, επίρρ., με τα πόδια, με τις κλωτσιές, σε Όμηρ., Αισχύλ.· λὰξ πατεῖσθαι, να καταπατηθείς, να ποδοπατηθείς, σε Αισχύλ.
- λαξευτός, -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Κ.Δ.
- λαξεύω, σκαλίζω, πελεκάω πέτρα, λαξεύω βράχο, σε Εβδ.
- λάξις, -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.
- λάξομαι, Ιων. αντί λήξομαι, μέλ. του λαγχάνω.