
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρύβδην"
- κρύβδην, Δωρ. -δᾶν, επίρρ. (κρύπ-τω), 1. κρυφά, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. 2. με γεν. όπως το κρύβδα, κρύβδαν πατρός, σε Πίνδ.