
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κολάζω"
- κολάζω, μέλ. κολάσω, αόρ. αʹ ἐκόλασα — Μέσ., μέλ. κολάσομαι, σε Αττ. βʹ ενικ. κολᾷ, μτχ. κολώμενος· αόρ. αʹ ἐκολασάμην — Παθ., μέλ. -ασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκολάσθην, παρακ. κεκόλασμαι (πιθ. από το κόλος, συγγενές προς το κολούω)· 1. κυρίως, κολοβώνω, περικόπτω, κλαδεύω· έπειτα, όπως το Λατ. castigare, κρατώ εντός ορίων, περιορίζω, αναχαιτίζω, τιμωρώ, σε Πλάτ.· μτχ. Παθ. παρακ., περιορισμένος, σε Αριστ. 2. κολάζω, διορθώνω, τιμωρώ, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., τιμωρώ κάποιον, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι, σε Ξεν.