
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατ-ανᾱλίσκω"
- κατ-ανᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, αόρ. αʹ -ηνάλωσα — Παθ., αόρ. αʹ -ανᾱλωθῆναι· καταναλώνω, εξαντλώ, δαπανώ, σπαταλώ, σε Ξεν., Πλάτ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ., διασπαθίζομαι, σε Πλάτ.