
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατα-μαρτῠρέω"
- κατα-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, 1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ. 2. Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον ίδ.