Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [841 - 860]
εὐ-χάριστος, -ον (χαρίζομαι), = εὔχαρις· I. ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, αρεστός, συμπαθής, ευχάριστος, κομψός, χαριτωμένος, εκλεπτυσμένος, γλαφυρός, στον ίδ.· επίρρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, πεθαίνω ευτυχισμένος, σε Ηρόδ. II. ευγνώμων, Λατ. gratus, στον ίδ., σε Ξεν.
εὔ-χειρ, -ειρος, , , αυτός που έχει γρήγορο ή σβέλτο χέρι, ειδικός, επιδέξιος, δεξιοτέχνης, σε Πίνδ., Σοφ.
εὐ-χείρωτος, -ον (χειρόω), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.
εὐχέρεια, , I. επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. ετοιμότητα, κλίση, ροπή, τάση, εὐχ. πονηρίας, κλίση, τάση προς το κακό, στον ίδ. 2. θρασύτητα, απερισκεψία, αποκοτιά, αψηφισιά, σε Αισχύλ.
εὐ-χερής, -ές (χείρ), 1. αυτός που χειρίζεται κάποιος εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, εύκολος, ακίνδυνος· εὐχερές ἐστι, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, τα πήρες ελαφρά, αψήφιστα, δεν τους έδωσες προσοχή, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, συμβιβαστικός, ενδοτικός, αγαθός, καλόβολος, υποχωρητικός, σε Σοφ.· επίρρ. εὐχερῶς φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν. 3. με αρνητική σημασία, ανόητος, απερίσκεπτος, σε Δημ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.
εὐχετάομαι, αποθ., μόνο σε Επικ. ενεστ. και παρατ. εὐχετόωνται, -όωντο, απαρ. -άασθαι (εὔχομαιI. προσεύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· αφιερώνω, τάζω, ορκίζομαι, σε Όμηρ. II. καυχιέμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κομπάζω, κορδώνομαι, καυχησιολογώ, με απαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἐπ' ἀνδράσιν εὐχ., καυχιέται εις βάρος τους, στο ίδ.
εὐχή, (εὔχομαι), 1. προσευχή, τάξιμο, τάμα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (οι συνηθισμένες Ομηρ. λέξεις είναι εὖχος και εὐχωλήεὐχὴν ἐπιτελέσαι, Λατ. vota persolvere, σε Ηρόδ.· ἀποδιδόναι, σε Ξεν.· κατὰ χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι χιμάρων, να υποσχεθούν (ότι θα θυσιάσουν) χίλια κατσίκια, σε Αριστοφ. 2. απλή επιθυμία, φιλοδοξία, βλέψεις, επιδίωξη, αντίθ. προς την πραγματικότητα, εὐχαῖς ὅμοια λέγειν, χτίζω κάστρα στον αέρα, οικοδομώ στον αέρα, σε Πλάτ. 3. ευχή για κακό, δηλ. κατάρα, ανάθεμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
εὔ-χῑλος, -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.
εὐ-χίμᾰρος[ῐ], -ον, πλούσιος σε κατσίκες, σε Ανθ.
εὔ-χλοος, -ον, συνηρ. -χλους, -ουν (χλόα), χλοερός, σε Σοφ.
εὔχομαι, Επικ. βʹ ενικ. εὔξεαι, παρατ. ηὐχόμην ή εὐ-, μέλ. εὔξομαι, αόρ. αʹ ηὐξάμην ή εὐ-, παρακ. εὖγμαι, υπερσ. ηὔγμην· I. 1. αποθ., προσεύχομαι, προσφέρω ευχές, εκτελώ το τάμα μου, τάζω, αφιερώνω, Λατ. precari, vota facere, θεῷ ή θεοῖς, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ.· με δοτ. ηθικής, προσεύχομαι για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., εύχομαι να, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εὔχ. τοὺς θεοὺς δοῦναι, τους ικετεύω να μου δώσουν, σε Ξεν. 3. με αιτ. αντ., εύχομαι να έχω κάτι, επιθυμώ ή λαχταρώ, σε Πίνδ., Αττ.· εὔχ. τινί τι, εύχομαι να συμβεί κάτι σε κάποιον, όπως ο Σοφ. II. 1. τάζω ή υπόσχομαι να κάνω κάτι, με απαρ., σε Όμηρ., Αττ. 2. με αιτ. πράγμ., όπως το Λατ. vovere, τάζω, υπόσχομαι κάτι, σε Αισχύλ., Αριστοφ. III. 1. διακηρύσσω, υπόσχομαι δημόσια, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως, λέγεται για κάτι για το οποίο δικαιολογημένα κάποιος είναι περήφανος, για το οποίο καμαρώνει, πατρὸς ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχομαι εἶναι, στο ίδ. 2. απλώς, διακηρύσσω ή δηλώνω, ομολογώ, σε Ομήρ. Οδ. IV. ως Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, έχω προσευχηθεί, έχω παρακαλέσει επαρκώς, έχω προσευχηθεί ικανοποιητικά, σε Πλάτ.· αλλά ο Σοφ. χρησιμοποιεί ως υπερσ. το ηὔγμην, με Ενεργ. σημασία.
εὔ-χορδος, -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
εὖχος, -εος, τό (εὔχομαι), I. αυτό που εύχεται κάποιος να έχει, το αντικείμενο της προσευχής, εὖχος δοῦναι, πορεῖν, αποδέχομαι, ικανοποιώ το αίτημα κάποιου, σε Όμηρ.· εὖχος ἀρέσθαι, το αποκτώ, το εξασφαλίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. καυχησιολογία, κομπασμός, στο ίδ., σε Πίνδ. III. τάμα, αφιέρωμα, σε Ανθ.
εὔ-χρηστος, -ον (χράομαι), εύκολος στη χρήση, χρήσιμος, εξυπηρετικός, ωφέλιμος, σε Ξεν. κ.λπ.
εὐ-χροής, -ές, Επικ. αντί εὔχροος, δέρμα βόειον ἐϋχροές, σε Ομήρ. Οδ.
εὔ-χροος, -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, Ιων. -χροιος, -ον (χρόα)· αυτός που έχει καλό χρώμα, ζωηρόχρωμος, αυτός που έχει καλή όψη, όμορφη επιδερμίδα προσώπου, ακμαίος, σφριγηλός, υγιής, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -οώτερος, στον ίδ.
εὔ-χρῡσος, -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.
εὔ-χρως, -ων, = εὔχροος, σε Αριστοφ.
εὐχωλή, (εὔχομαι), Επικ. τύπος του εὐχή· I. προσευχή, τάμα, υπόσχεση, σε Όμηρ. II. 1. καυχησιολογία, κομπασμός, σε Ομήρ. Ιλ.· ιαχή, κραυγή θριάμβου, στο ίδ. 2. αφορμή καυχησιολογίας, καύχημα, ἔπαινος, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην, στο ίδ.
εὐχωλῐμαῖος, , -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.