Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [81 - 100]
εὔ-βουλος, -ον (βουλή), φρόνιμος, συνετός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αισχύλ.
εὔ-βους, , , άφθονος σε βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.
εὔ-βροχος, -ον, αυτός που έχει καλές θηλειές, όμορφα πλεγμένος, σε Ανθ.
εὐγᾱθής, εὐγάθητος, Δωρ. αντί εὐγηθ-.
εὖγε ή εὖγε, επίρρ.: 1. καλώς, ορθώς, λέγεται προς επιβεβαίωση ή έγκριση όσων έχουν ειπωθεί, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., σε Ευρ., Αριστοφ. 2. χωρίς ρήμα, καλώς! ωραία! εύγε! πολύ καλά! μπράβο!, Λατ. euge! στον ίδ.
εὐγένεια, (εὐγενής), καταγωγή από καλό, ένδοξο γένος, υψηλή καταγωγή, σε Αισχύλ., Ευρ.· εὐγένεια παίδων = εὐγενεῖς παῖδες, στον ίδ.
εὐ-γένειος, Επικ. ἠϋγεν-, -ον (γένειον), λέγεται για λιοντάρι, αυτό που έχει ωραία χαίτη, σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.
εὐγενέτης, -ου, , = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. εὐγενέτειρα, σε Ανθ.
εὐ-γενής, -ές (γένος), I. 1. αυτός που προέρχεται από καλή οικογένεια, έχει καλή καταγωγή, ευγενική γενιά, Λατ. generosus, σε Τραγ.· εὐγενές (ἐστι), είναι σημάδι ευγενείας, σε Ηρόδ. 2. υψηλόφρων, γενναιόψυχος, μεγαλόψυχος, σε Σοφ., Πλάτ. 3. λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ. 4. λέγεται για εξωτερική μορφή, έξοχος, ευγενικός, σε Ευρ. II. επίρρ. -νῶς, μεγαλόψυχα, γενναία, στον ίδ.
εὐγενία, , = εὐγένεια, σε Ευρ., Ανθ.
εὐ-γηθής, -ές (γηθέω), χαρωπός, εύθυμος, χαρούμενος, φαιδρός, σε Ευρ.
εὐ-γήθητος, Δωρ. εὐ-γάθ-, -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
εὔ-γηρυς, , αυτός που ηχεί γλυκά, σε Αριστοφ.
εὐ-γλᾰγής, -ές (γάλα), αυτός που είναι άφθονος σε γάλα, γαλατερός· μεταπλασμ. δοτ. εὔγλαγι, όπως αν προερχόταν από το εὖγλαξ, σε Ανθ.
εὔ-γλυπτος, -ον και εὐ-γλυφής, -ές (γλύπτω), αυτός που είναι καλώς λαξευμένος, όμορφα σκαλισμένος, αρμονικά σμιλευμένος, καλά χαραγμένος, σε Ανθ.
εὐγλωσσία, Αττ. -ττία, , ευφράδεια, σε Αριστοφ.
εὔγλωσσος, Αττ. -ττος, -ον, I. 1. ευφραδής, εύγλωττος, καλός χειριστής του προφορικού λόγου, σε Αισχύλ.· ετοιμόλογος, ευφραδής, φλύαρος, σε Αριστοφ. 2. εύηχος, σε Ανθ. II. Ενεργ., αυτός που λύνει τη γλώσσα, αυτός που κάνει κάποιο να έχει ευφράδεια, στον ίδ.
εὖγμα, -ατος, τό (εὔχομαι), I. όπως το εὖχος, καυχησιά, καύχημα, καυχησιολογία, σε Ομήρ. Οδ. II. όπως το εὐχή, αλλά πάντοτε στον πληθ., ικεσίες, επιθυμίες, ευχές, σε Αισχύλ., Σοφ.
εὔγναμπτος, Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
εὐγνωμονέω, είμαι δίκαιος και τίμιος, δείχνω καλά αισθήματα, φέρομαι με επιείκεια, σε Πλούτ.