Αποτελέσματα για: "ευ"
Βρέθηκαν 878 λήμματα [1 - 20]
-
εὖ, Επικ. ἐΰ, επίρρ. (ουδ. του ἐΰς)· I. 1. καλά, ευτυχώς, Λατ. bene, αντίθ. προς το κακῶς, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαζί με άλλο επίρρ., εὖ καὶ ἐπισταμένως, καλώς και με γνώση, σε Όμηρ.· ομοίως και, εὖ κατὰ κόσμον, καλά και τακτικά, όπως ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ευτυχώς, κατ' ευτυχή συγκυρία, ευχαρίστως, σε Ομήρ. Οδ.· στον Πεζό λόγο, εὖ ἔχειν, έχειν καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, σε Αττ.· με γεν., εὖ ἥκειν τοῦ βίου, έχειν καλώς ως προς το ζην, ως προς τους πόρους της ζωής, ευπορώ, σε Ηρόδ. 2. εὖ γε, συχνά σε απαντήσεις, βλ. εὖγε· 3. με επίθ. ή επιρρ., επιτείνοντας τη σημασία τους, εὖ πάντες, όπως το μάλα πάντες, σε Ομήρ. Οδ.· εὖ μάλα, στο ίδ.· εὖ πάνυ, σε Αριστοφ.· εὖ σαφῶς, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., τὸ εὖ, το δίκαιο, το ορθό, τὸ δ' εὖ νικάτω, στον ίδ. III. 1. ως κατηγορ. πρότασης, τί τῶνδ' εὖ; ποιο από αυτό είναι καλό; στον ίδ.· εὖ εἴη, μακάρι να αποβεί σε καλό, στον ίδ. IV.στα σύνθ., έχει όλες τις σημασίες του επιρρ., αλλά συνήθως υποδηλώνει μέγεθος, αφθονία, ευημερία, ευκολία, αντίθ. προς το δυσ- (όπως τα στερητικά α-, Λατ. in-, και το δυσ-, συντίθεται μόνο με ονόματα· τα ρήματα, στα οποία το εὖ αποτελεί την πρώτη συλλαβή, παράγονται από σύνθετα ονόματα, όπως εὐπαθέω από εὐπαθής. Το εὖ-δοκέω, αποτελεί εξαίρεση).
-
εὗ, Ιων. αντί οὗ, Λατ. sui, γεν. της αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ.
-
εὐαγγελίζομαι (εὐάγγελος), I. αποθ., φέρνω ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις, τις ανακοινώνω, τις γνωστοποιώ, τις κοινοποιώ, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ. II. 1. διακηρύσσω ως χαρμόσυνα νέα, μαντάτα, ειδήσεις, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, σε Κ.Δ. 2. απόλ., κηρύττω το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· με αιτ. προσ., κηρύσσω στους ανθρώπους το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου, στο ίδ.· ομοίως επίσης, και στην Ενεργ., στον ίδ. — Παθ., κηρύσσομαι, διδάσκομαι το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· λέγεται για το ίδιο το Ευαγγέλιο, κηρύσσομαι, στο ίδ.
-
εὐαγγέλιον, τό, I. αμοιβή που δίνεται στον αγγελιοφόρο για καλή είδηση, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., εὐαγγέλια θύειν, προσφορά ευχαριστήριας θυσίας για καλή είδηση, σε Ξεν. κ.λπ.· εὐαγγελίων θυσίαι, σε Αισχίν.· εὐαγγέλια στεφανοῦν τινα, στεφανώνω κάποιον για καλές ειδήσεις, σε Αριστοφ. II. με τη Χριστιανική σημασία, Χαρμόσυνο Νέο, δηλ. το Ευαγγέλιο, σε Κ.Δ.
-
εὐαγγελιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, νέα, ευαγγελιστής, συγγραφέας, κήρυκας του Ευαγγελίου, σε Κ.Δ.
-
εὐ-άγγελος, -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.
-
εὐᾰγέω, είμαι αγνός, αμόλυντος, καθαρός, άγιος, σε Θεόκρ.
-
εὐ-ᾰγής (Α), -ές (ἄγος),· 1. απαλλαγμένος από μόλυσμα, μίασμα, αθώος, αναίτιος, καθαρός, αγνός, ακηλίδωτος, αμόλυντος, ὅσιος καὶ εὐαγής, σε Νόμ. Σόλωνα· λέγεται για χιόνι, σε Ευρ. 2. λέγεται για ενέργειες, άμεμπτος, δίκαιος, σε Σοφ., Δημ.· ομοίως και, Επικ. επίρρ., εὐαγέως, σε Ομηρ. Ύμν. 3. με Ενεργ. σημασία, καθαρτικός, εξαγνιστικός, σε Σοφ.
-
εὐ-ᾰγής (Β), -ές (ἄγω), αυτός που κινείται με ευκολία, ευέλικτος, ευκίνητος, σε Ανθ.
-
εὐ-ᾱγής (Γ), -ές (αὐγή), καθαρός, λαμπρός, αυτός που φαίνεται από μακριά, ευδιάκριτος, εμφανής, ολοφάνερος· ἕδραν εὐαγῆ στρατοῦ, θέση πλήρους ορατότητας του στρατεύματος, σε Αισχύλ.· πύργον εὐαγῆ, ψηλή, αγέρωχη πόλη, σε Ευρ.
-
εὐ-άγητος, -ον, = εὐᾱγής (Γ), λαμπρός, λέγεται για σύννεφα, σε Αριστοφ.
-
εὐ-άγκᾰλος, -ον (ἀγκάλη), αυτός που κρατιέται εύκολα στην αγκαλιά, που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.
-
εὐᾱγορέω, εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.
-
εὐαγρεσία, ἡ, = εὐαγρία, σε Θεόκρ.
-
εὐαγρέω, μέλ. -ήσω, έχω καλό κυνήγι, σε Ανθ.
-
εὐαγρία, ἡ, καλό κυνήγι, σε Ανθ.
-
εὔ-αγρος, -ον (ἄγρα), τυχερός στο κυνήγι, επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.
-
εὐᾰγωγία, ἡ, καλή αγωγή, καλή ανατροφή, σε Αισχίν.
-
εὐ-άγωγος, -ον (ἀγωγή), αυτός που εκπαιδεύεται εύκολα, καθοδηγούμενος, ευμεταχείριστος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι, σε Πλάτ., Ξεν.
-
εὔᾰδον, Αιολ. αντί ἔᾰδον, αόρ. βʹ του ἁνδάνω.