
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δῠναστεία"
- δῠναστεία, ἡ, I. εξουσία, κυριαρχία, ηγεμονία, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. II. ολιγαρχία (πολιτειακή κατάσταση μεταξύ τυραννίδας και δημοκρατίας σύμφωνα με τον Αριστ.), στον ίδ., σε Ξεν.