
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δῠνάστης"
- δῠνάστης, -ου, ὁ (δύναμαι), κύριος, αφέντης, απόλυτος άρχοντας, κυβερνήτης, λέγεται για τον Δία, σε Σοφ.· οἱ δ., Λατ. optimates, σε Ηρόδ.· στον Αισχύλ., τα άστρα αποκαλούνται λαμπροὶ δύνασται.