Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δια-τρίβω[ῑ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-τρίβω[ῑ], μέλλ. -ψωΠαθ. αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ], παρακ. -τέτριμμαι· I. τρίβω ανάμεσα, τρίβω με πίεση, φθείρω, καταναλώνω, δαπανώ, χαραμίζω, σε Όμηρ. — Παθ., διατρῐβῆναι, φθείρομαι, καταστρέφομαι εντελώς, σε Ηρόδ. II. 1. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, σπαταλώ, δαπανώ, καταναλώνω, χρόνο, στον ίδ., σε Ξεν.Παθ., ἐνιαυτὸς διετρίβη, σε Θουκ. 2. α) απόλ., (χωρίς το χρόνον), χαραμίζω το χρόνο, τον σπαταλώ, οὐ μὴ διατρίψεις, δηλ. μην καθυστερήσεις περισσότερο, μην αργοπορήσεις, σε Αριστοφ.· δ. ἐν γυμνασίοις, περνώ όλο το χρόνο μου εκεί, στον ίδ.· δ. μετ' ἀλλήλων, συνεχίζω να μιλώ, στον ίδ.· από όπου, απασχολώ τον εαυτό μου σε ή με ένα πράγμα, ἔν ή ἐπί τινι, σε Πλάτ.· περί τι, στον ίδ.· με μτχ., δ. μελετῶν, σε Ξεν. β) επίσης απόλ., χάνω χρόνο, καθυστερώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., δ. ὁδοῖο, καθυστερώ στον δρόμο, σε Ομήρ. Οδ. III. ματαιώνω, εμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω ένα πράγμα, σε Όμηρ.· δ. Ἀχαιοὺς ὃν γάμον, τους απάλλαξε στο ζήτημα του γάμου της, σε Ομήρ. Οδ.