
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δια-λανθάνω"
- δια-λανθάνω, μέλ. -λήσω, αόρ. βʹ διέλαθον, διαφεύγω την προσοχή κάποιου, διαλαθὼν εἰσέρχεται, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., διαφεύγω την προσοχή κάποιου, σε Ξεν.