
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαφερόντως"
- διαφερόντως, επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του διαφέρω,· I. διαφορετικά από, σε διαφωνία με, διαφερόντως ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ. II. απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.