Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [941 - 960]
φύλλινος, , -ον, (φύλλον), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από φύλλα, φτιαγμένος από φύλλα, σε Θεόκρ., Λουκ.
φυλλοβολέω, μέλ. -ήσω, αποβάλλω τα φύλλα, σε Αριστοφ.
φυλλο-βόλος, -ον (βάλλω), αυτός που ρίχνει τα φύλλα, σε Αριστοφ.
φυλλό-κομος, -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.
φύλλον, τό (φλέωI. 1. φύλλο· στον πληθ., φύλλα ή περιληπτικά, φύλλωμα δέντρου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν, τέτοια είναι η γενιά των φύλλων, όπως είναι και των ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· φύλλοις βάλλειν, σε Ευρ.· σε ενικ., φύλλον ἐλαίας, ποιητ. αντί ἐλάα, σε Σοφ.· μεταφ. λέγεται για χορικά άσματα, φύλλ'ἀοιδᾶν, σε Πίνδ. 2. λέγεται για λουλούδια, πέταλο, σε Ηρόδ., Θεόκρ. II. ιατρικό βότανο, σε Σοφ.
φυλλο-ρόος, -ον (ῥέω), φυλλοβόλος.
φυλλορροέω, μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα, σε Κωμ. φράση, φυλλορροέω ἀσπίδα, ρίχνω ή αφήνω την ασπίδα μου να πέσει, σε Αριστοφ.
φυλλό-στρωτος, -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.
φυλλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει φύλλα, φυλλοφόρος ἀγών, αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι στεφάνι από φύλλα, σε Πίνδ.
φυλλο-χοέω, ρίχνω φύλλα ή μαλλιά, σε Ανθ.
φυλλο-χόος, -ον (χέω), αυτός που ρίχνει φύλλα.
φῡλο-κρῐνέω, κάνω διακρίσεις στις φυλές, σε Θουκ.
φῦλον, τό (φύωI. 1. ράτσα, φυλή, τάξη ανθρώπων, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά σε πληθ., σμήνος, επίσης λέγεται για άλλα ζώα, σμήνη από σκνίπες, σε Ομήρ. Ιλ.· φῦλον ὀρνίθων, ράτσα πουλιών, σε Σοφ. 2. φύλο, σε Ησίοδ.· τὸ θήλυ, τὸ ἄρρεν φῦλον, σε Ξεν. II. με πιο στενή σημασία, ράτσα, φυλή ανθρώπων, έθνος, φῦλα Πελασγῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· κελαινὸν φῦλον, λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. ακόμα πιο στενή σημασία, = φυλή II. I., γενιά ή φυλή ανθρώπων που συγγενεύουν λόγω αίματος ή καταγωγής, κατὰ φῦλα, σε Ομήρ. Ιλ.
φύλοπις[ῡ], -ιδος, αιτ. -ιδα και -ιν, , κραυγή μάχης, βοή μάχης, μάχη, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
φῦμα, -ατος, τό (φύω), όπως φυτόν, ανάπτυξη, γέννημα, προϊόν· ιδίως, όγκος, σε Ηρόδ.
φύμεναι[ῡ], Επικ. αντί φῦναι, απαρ. αορ. βʹ του φύω.
φύξῐμος, -ον (φεύγωI. αυτός που μπορεί να προσφέρει ευκαιρία διαφυγής· ουδ. φύξιμον, μέρος για διαφυγή, μέρος για καταφύγιο, σε Ομήρ. Οδ.· ἱερὸν φύξιμον, άσυλο, σε Πλούτ. II. με αιτ., φύξιμός τινα, ικανός να ξεφύγει ή να δραπετεύσει, σε Σοφ.
φύξιον, τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.
φύξις, -εως, , = φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.
φύρᾱμα[ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, ζυμάρι, σε Κ.Δ.