Αποτελέσματα για: "Φ"
Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [841 - 860]
-
φρόνησις, -εως, ἡ (φρονέω)· I. 1. σκέψη να κάνω κάτι, σκοπός, πρόθεση, σε Σοφ. 2. αλαζονεία, σε Ευρ. II. φρονιμάδα, σύνεση, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
φρονητέον, ρημ. επίθ. του φρονέω, αυτό που πρέπει κανείς να σκεφτεί· μέγα φρονητέον, αυτό για το οποίο πρέπει να υπερηφανευτεί κάποιος, σε Ξεν.
-
φρόνῐμος, -ον, I. αυτός που έχει σώας τας φρένας, φρόνιμος, συνετός, σε Σοφ. II. ατάραχος, ακίνητος, φρόνιμος, σε Ξεν.· τὸ φρόνιμον, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ. III. 1. σοφός, ευαίσθητος, συνετός, Λατ. prudens, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φρόνιμον, σύνεση, στον ίδ.· και σε πληθ., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, στερημένος από μυαλό, σε Σοφ.· φρονιμώτατα λέγειν, σε Ξεν. 2. επίρρ. -μως, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· φρονίμως ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. φρονιμώτερον, σε Ισοκρ.
-
φρόνις, -εως, ἡ (φρήν), φρόνηση, σύνεση, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, (ο Νέστωρ) γνωρίζει καλά τις συνήθειες και τη φρόνηση των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή, έφερε πολλή σύνεση από την Τροία, στο ίδ.
-
φρονούντως, επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.
-
φροντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐφρόντισα, παρακ. πεφρόντικα· I. απόλ., σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, μεριμνώ, φροντίζω, δίνω προσοχή, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· είμαι γεμάτος σκέψεις και ανησυχίες, πεφροντικὸς βλέπειν, δείχνω σκεπτικός, σε Ευρ. II. με αντικ.· 1. με αιτ. πράγμ., σκέφτομαι κάτι, εξετάζω, κρίνω, επινοώ, μηχανώμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από εξαρτημένη πρόταση, οπότε το ρήμα τίθεται σε χρόνο μέλ., φροντίζω τοῦτο, ὅκως μὴ λείψομαι, σε Ηρόδ.· φροντίζω πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει, στον ίδ.· φροντίζω ὅπως..., κάνω σκέψεις ή υπολογίζω πώς ένα πράγμα πρέπει να γίνει, σε Πλάτ. 2. με γεν., σκέφτομαι για κάτι, δίνω προσοχή σε ένα πράγμα, ενδιαφέρομαι γι' αυτό, το υπολογίζω, κυρίως με άρν., Περσέων οὐδὲν φροντίζω, σε Ηρόδ.· πενθέως οὐ φροντίδας, σε Ευρ.· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ. έχοντας αρνητική έννοια, σμικρὸν φροντίζω Σωκράτους, στον ίδ.· όμοια επίσης με πρόθ., φροντίζω περί τινος, ενδιαφέρομαι ή ανησυχώ για κάτι, σε Ηρόδ., Ξεν.· μὴ φροντίσῃς, μη δώσεις προσοχή, σε Αριστοφ.· οὐ, μὰ Δι' οὐδ' ἐφρόντισα, στον ίδ.
-
φροντίς, -ίδος, ἡ (φρονέω), 1. σκέψη, φροντίδα, μέριμνα, προσοχή που εναποτίθεται σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, με γεν., φροντίσ' ἔχειν τινός, σε Ευρ.· ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, σε Ηρόδ. 2. απόλ., σκέψη, μέριμνα, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο (τὸ πρῆγμα), σε Ηρόδ.· ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα, βάζω σε κάποιον μια σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., σκέψεις, αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι, σε Ευρ. 3. βαθιά σκέψη, φροντίδα, ενδιαφέρον, σε Αισχύλ.· οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, καμιά μέριμνα για τον Ιπποκλείδη, σε Ηρόδ.
-
φρόντισμα, -ατος, τό (φροντίζω), αυτό που σκέφτεται κάποιος, σκέψη, επίνοια, σε Αριστοφ.
-
φροντιστέον, ρημ. επίθ. του φροντίζω, αυτό που πρέπει να λάβει φροντίδα, σε Ευρ., Πλάτ.
-
φροντιστήριον, τό, μέρος για μελέτη, μελετητήριο, σχολείο, σε Αριστοφ., Λουκ.
-
φροντιστής, -οῦ, ὁ (φροντίζω), αυτός που σκέφτεται πολύ και σε βάθος, όπως ονομαζόταν ο Σωκράτης ειρωνικά από τον Αριστοφ.· ομοίως, φροντιστὴς τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, φιλόσοφος υπερφυσικών θεμάτων, σε Ξεν.· μετέωρα φροντιστής, σε Πλάτ.
-
φροντιστικός, -ή, -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.
-
φροῦδος, -η, -ον και -ος, -ον (συνηρ. από πρὸ ὁδοῦ, όπως φροίμιον από προοίμιον)· αυτός που αναχωρεί, αυτός που φεύγει (όπως ο Όμηρ. λέει πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο). 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που φεύγει, αυτός που το σκάει, που απομακρύνεται, σε Σοφ. κ.λπ.· με μτχ., φροῦδοί (εἰσι) διώκοντές σε, έχουν φύγει για καταδίωξη, στον ίδ.· λέγεται για τους νεκρούς, φροῦδος αὐτὸς εἶ θανών, οι νεκροί έχουν φύγει, σε Σοφ., Ευρ. 2. απολεσθείς, κατεστραμμένος, αβοήθητος, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, χαμένος, εξαφανισμένος, σε Σοφ., Ευρ.· φρούδη μὲν αὐδή φροῦδα δ' ἄρθρα, έχουν φύγει, λείπουν, δηλ. αρνούνται να εκτελέσουν τη λειτουργία τους, σε Ευρ.
-
φρουρά, Ιων. -ρή, ἡ (βλ. φρουρός), φύλαξη, παρακολούθηση, φυλακή, ως καθήκον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· φρουρὰν ἄζηλον ὄχησω, θα κρατήσω φύλαξη χωρίς φθόνο, σε Αισχύλ.· φρουρὰ ὄμματος, το παρατηρητικο μάτι μου, σε Σοφ.· φρουρᾶς ᾄδειν, τραγουδώ ενόσω είμαι στη φρουρά, σε Αριστοφ. 2. φυλακή, σε Πλάτ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, φρουρά, φρούρηση, φύλαξη, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ιδίως λέγεται για τα σύνορα τα οποία φρουρούνταν από τις περιπόλους, σε Ξεν. 2. στη Σπάρτη, σώμα ανδρών ορισμένο για στρατιωτική υπηρεσία, φρουρὰν φαίνειν (βλ. φαίνω Α. I. 5).
-
φρουραρχία, ἡ, το αξίωμα ή η θέση του φρουράρχου, σε Ξεν.
-
φρούρ-αρχος, ὁ, αυτός που διοικεί φρουρά ή φρούριο, σε Ξεν.
-
φρουρέω, αόρ. αʹ ἐφρούρησα — Μέσ., μέλ. -ήσομαι, με Παθ. σημασία — Παθ., αόρ. αʹ ἐφρουρήθην· (φρουρός)· I. 1. κρατάω φρουρά ή φρούριο, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. μτβ., παρακολουθώ, φυλάσσω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στόμα φρουρεῖν εὔφημον, δηλ. μένω σιωπηλός, σε Ευρ. — Παθ., παρακολουθούμαι ή φυλάσσομαι, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. τηρώ, σε Ευρ.· φρουρέω τὸ χρέος, τηρώ το καθήκον μου, σε Σοφ. III. Μέσ., όπως φυλάσσομαι, προφυλάσσομαι από κάποιον, φυλάσσομαι από, με αιτ., σε Ευρ.· Ενεργ. με την ίδια σημασία, σε Σοφ., Ευρ.
-
φρούρημα, -ατος, το, I. αυτό που παρακολουθείται ή φυλάσσεται, λείας βουκόλων φρουρήματα, η φροντίδα των βουκόλων για τα βοοειδή, σε Σοφ. II. φρουρός, σε Αισχύλ., λέγεται για ένα μόνο άνθρωπο, στον ίδ. III. παρακολούθηση, φρούρηση, φρούρημα ἔχειν, σε Ευρ.
-
φρουρητός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.
-
φρουρήτωρ, -ορος, ὁ (φρουρέω), φρουρός, σε Ανθ.