Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [61 - 80]
-
τάμε, Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του τέμνω· ταμέειν, Επικ. απαρ.
-
τᾰμεῖον, τό, = ταμιεῖον, σε Βάβρ.
-
τᾰμέσθαι, Μέσ. απαρ. αορ. βʹ του τέμνω.
-
τᾰμεσί-χρως, ὁ, ἡ (τέμνω), αυτός που κόβει το δέρμα, που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τᾰμία, Ιων. ταμίη, ἡ, οικονόμος του σπιτιού, νοικοκυρά, σε Όμηρ., Ξεν.
-
τᾰμίας, Ιων. ταμίης, -ου, ὁ (τέμνω)· I. αυτός που κόβει και μοιράζει, ο διανομέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· λέγεται για τον Δία, ως διανομέας όλων των πραγμάτων στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως ο Αίολος είναι ταμίας ἀνέμων, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για βασιλείς ή κυβερνήτες, διοικητής, διευθυντής, σε Πίνδ.· ταμίας κώμων, πρόεδρος των διασκεδάσεων, στον ίδ.· ταμίας Διός, ο ιερέας του Δία, στον ίδ.· ταμίας Μοισᾶν, δηλ. ο ποιητής, στον ίδ.· οἶκος ταμίας στεφάνων, που έχει πολλά στεφάνια, στον ίδ.· τῆς τε ἐπιθυμίας καὶ τῆς τύχης ταμίας, κυβερνήτης και των δύο, και της επιθυμίας του και της τύχης, σε Θουκ.· ταμίας τριαίνης, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Αριστοφ. II. 1. στους πεζογράφους, αυτός που διοικεί τις πληρωμές και τις εισπράξεις, ο θησαυροφύλακας, σε Ηρόδ.· ταμίας τοῦ ἱροῦ, ο ταμίας του ιερού θησαυρού στην Ακρόπολη των Αθηνών, στον ίδ. 2. στην Ρώμη, ο επονομαζόμενος quaestor, σε Πλούτ.
-
τᾰμιεία, ἡ (ταμιεύω)· I. διαχείριση του ταμείου, οικονομία, σε Ξεν. II. 1. το αξίωμα του ταμία, ως πολιτικός όρος, σε Αριστ. 2. στη Ρώμη, το υπούργημα του ταμία, σε Πλούτ.
-
τᾰμιεῖον, τό (ταμιεύω), 1. θησαυροφυλάκιο, σε Θουκ. κ.λπ. 2. αποθήκη, σε Ξεν.
-
τᾰμίευμα, -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.
-
τᾰμιευτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην οικονομία· στη Ρώμη, αυτός που ανήκει στον ταμία, σε Πλούτ.
-
τᾰμιεύω, μέλ. ταμιεύσω — Παθ., παρακ. τεταμίευμαι· (ταμίας)· I. 1. έχω την επιστασία των εσόδων και εξόδων, είμαι θησαυροφύλακας, ταμίας, σε Αριστοφ., Δημ.· με γεν., ταμιεύω τῆς Παράλου, είμαι ταμίας της Παράλου, σε Δημ. 2. στη Ρώμη, είμαι ταμίας, σε Πλούτ. II. 1. μτβ., διαχειρίζομαι, διοικώ, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα, έχουμε παραλάβει τους νόμους, σε Λυσ. — Μέσ., ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, να ορίσουμε τα όρια μέχρι τα οποία θέλουμε να επεκτείνουμε την επιχείρησή μας, σε Θουκ. 2. λέγεται για τη διεύθυνση του σπιτιού, διευθύνω, διαχειρίζομαι, σε Αριστοφ., Ξεν. — Παθ., χώρα ταμιευομένα τινί, κυβερνώμενη ή κατεχόμενη από κάποιον, σε Πίνδ. 3. αποταμιεύω, σε Δημ.· Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονάς, ήταν το θησαυροφυλάκιό του (λέγεται για τη Δανάη), σε Σοφ.
-
τᾰμίη, τᾰμίης, Ιων. αντί ταμία, ταμίας.
-
τάμῐσος[ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το πήξιμο του τυριού), σε Θεόκρ.
-
τἀμμέσῳ, κράση αντί τὰ ἐν μέσῳ.
-
τάμνω, Ιων. αντί τέμνω.
-
τἄμπᾰλιν, κράση αντί τὰ ἔμπαλιν.
-
τᾰμών, Ιων. μτχ. αορ. βʹ του τέμνω.
-
τἄν, κράση αντί τοι ἄν· αλλά, τἀν, αντί τὰ ἐν.
-
τᾶν ή τάν, άκλιτο, μόνο στη φράση, ὦ τᾶν ή ὦ τάν (ως προσφώνηση), ω κύριε!, ω καλέ μου φίλε!, ω αγαπητέ!, σε Σοφ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση πολλών πρόσωπων, ὦ τᾶν, ἀπαλλαχθῆτον, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
-
Τάναγρα, ἡ, πόλη της Βοιωτίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Ταναγρικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στην Τανάγρα, στον ίδ.· Ταναγραῖος, ὁ, άντρας από την Τανάγρα, σε Ξεν.· ἡ Ταναγραϊκή, η χώρα της Τανάγρας, σε Πλούτ.