Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [121 - 140]
σάττω, αόρ. αʹ ἔσαξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσάχθην, παρακ. σέσαγμαι· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. ἐσεσάχατο (Η √ΣΑΓ, όπως στον Παθ. παρακ. σάγμα, σάγος, σάγηI. 1. συσκευάζω, πακετάρω ή φορτώνω, κανονικά φοράω το σαμάρι σε φορτηγά ζώα, τα φορτώνω, τα σαμαρώνω· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· χαλκῷ σεσαγμένοι, σε Θεόκρ. 2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία πράγματα· σάξαντες ὕδατι (τὴν εἰσβολήν), έχοντας εφοδιάσει την επιχείρηση εισβολής (στην Αίγυπτο) με νερό, σε Ηρόδ. II. γενικά, υπερφορτώνω, υπερπληρώ, παραγεμίζω κάτι — Παθ., με γεν., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., ικανοποιώ, χορταίνω κάτι, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., χρυσῷ σαξάμενος πήρην, στο ίδ.Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν. III. πιέζω, συμπιέζω, καταπιέζω, συνθλίβω, στον ίδ.
Σᾰτῠρικός, , -όν (Σάτυρος), 1. αυτός που μοιάζει με Σάτυρο, σε Πλούτ. 2. αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε Σατυρικό δράμα, σε Πλάτ., Αριστ.· σατυρικόν, τό, Σατυρικό δράμα, είδος της δραματικής ποίησης, σε Ξεν.
Σᾰτῠρίσκος, , υποκορ. του Σάτυρος, μικρός Σάτυρος, σε Θεόκρ.
Σάτῠρος, , Δωρ. ΤίτυροςI. Σάτυρος, τραγόμορφος σύντροφος του Διονύσου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· οι Σάτυροι παριστάνονταν με μυτερά αυτιά, σιμή, πλακουτσωτή μύτη, με ουρά κατσίκας και μικρά κέρατα, που μόλις είχαν βγει· μεταγεν. τους προσέθεσαν και πόδια κατσίκας. Διέφεραν από τον Πάνα και τον Φαύνο ως προς το ότι από τους Σατύρους έλειπαν τα κέρατα. II. δράμα στο οποίο ο Χορός αποτελείτο από Σατύρους, το Σατυρικό δράμα (δεν πρέπει να συγχέεται με τη Ρωμ. Satra ή Satira), στον Αριστοφ. αποτελούσε το τέταρτο μέρος της τραγικής τετραλογίας· το μόνο Σατυρικό δράμα που σώζεται είναι ο Κύκλωψ του Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
σαυλόομαι (σαῦλος), Παθ., κινούμαι με θηλυπρέπεια, χορεύω ναζιάρικα, ακκίζομαι, κάνω νάζια, σε Ευρ.
σαυλο-πρωκτιάω, κουνώ τα οπίσθια εδώ κι εκεί ενώ βαδίζω, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ακκίζομαι, σε Αριστοφ.
σαῦλος, , -ον, θηλυπρεπής, ακόλαστος, αυτός που βαδίζει προκλητικά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
σαύνιον ή σαυνίον, τό, ακόντιο αγώνων, σε Μένανδρ., Στράβ. (Ξένη λέξη).
σαύρα, Ιων. σαύρη, , το ερπετό σαύρα, Λατ. alcerta, σε Ηρόδ.
σαυρο-κτόνος, -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει τις σαύρες, επίθ. του Απόλλωνα, σε Πλίν.
Σαυρομάτης[ᾰ], -ου, , Σαρμάτης (οι Σαρμάτες ήταν σκυθ. φύλο), σε Ηρόδ.· θηλ., Σαυρομάτις, στον ίδ.
σαῦρος, , = σαύρα, Λατ. lacertus, σε Ηρόδ.
σαυρωτήρ, -ῆρος, , σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
σαυτοῦ, σαυτῆς, βλ. σε-αυτοῦ.
σάφᾰ[σᾰ], ποιητ. επίρρ. του σαφής, ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν γνώση· σάφα οἶδα, σάφα οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι κ.λπ.· σάφ' ἴσθι, ὅτι..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. εἰπεῖν, σε Όμηρ., Πίνδ.
σαφᾱνής, -ές, Δωρ. αντί σαφηνής.
σαφέως, βλ. σαφής II.
σᾰφ-ηγορίς, -ίδος (ἀγορεύω), θηλ. επίθ., αυτή που μιλάει ξεκάθαρα, που λέει την αλήθεια, σε Ανθ.
σᾰφήνεια, , ευκρίνεια, σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, διαφάνεια, σε Πλάτ. κ.λπ.
σᾰφηνέω=σαφηνίζω, μιλώ ευκρινώς, ευθέως, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω, ξεκαθαρίζω, σε Αισχύλ.