Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1161 - 1180]
-
στιπτός, -ή, -όν (στείβω), αυτός που έχει πατηθεί, πατημένος, αυτός που έχει συνθλιβεί, Λατ. stipatus, σε Σοφ.· στιπτοὶ γέροντες, τραχείς, πείσμονες, σκληροτράχηλοι ηλικιωμένοι άντρες, σε Αριστοφ.
-
στῖφος, εος, τό (στείβω), συμπτυγμένο ή συμπαγές στρατιωτικό σώμα· ένα στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα, μάζα, συγκέντρωση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νεῶν στίφος, πυκνή, συντεταγμένη παράταξη πλοίων, σε Αισχύλ.
-
στιφρός, -ά, -όν, όπως το στιβᾰρός, σκληρός, στερεός, συμπαγής, σε Ξεν.
-
στῐχ-άοιδος, ὁ, αυτός που τραγουδάει στίχους, που απαγγέλλει συνοδεία μουσικής, ποιητής, αοιδός, σε Ανθ.
-
στῐχάομαι, αποθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἐστιχόωντο (*στίξ)· βαδίζω σε γραμμή ή σε σειρά, λέγεται ιδίως για στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για παρατεταγμένα πλοία, στο ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για τους βοσκούς με τα κοπάδια τους, στο ίδ.· μεταγεν., Επικ. γʹ πληθ. στιχόωσι, με την ίδια σημασία, σε Μόσχ.
-
στίχες, στίχας, ονομ. και αιτ. πληθ. του *στίξ.
-
στῐχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του στείχω.
-
στίχῐνος, -η, -ον (στίχος), αυτός που αποτελείται από γραμμές ή στίχους· στίχινος θάνατος, λέγεται για κάποιον που δια των στίχων, σύμφωνα δηλ. με την υπόθεση του ποιήματος, οδηγείται στον θάνατο, σε Ανθ.
-
στίχος[ῐ], ὁ (στείχω), I. παράταξη ή φάλαγγα στρατιωτών, σε Ξεν. II. αράδα ποιήματος, στίχος, σε Αριστοφ.
-
στλεγγίς, -ίδος, ἡ, I. όργανο απόξεσης, ξυστρί, που χρησιμοποιείτο για να απομακρύνει από το δέρμα λάδι και σκόνη (γλοιός) μετά το λουτρό ή την άσκηση στην παλαίστρα, σε Πλάτ. κ.λπ. II. είδος τιάρας διακοσμημένης με μέταλλο, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
-
στοά ή στοιά, -ᾶς, ἡ, I. στεγασμένος τόπος όπου τη στέγη βαστάζουν κίονες, Ιταλ. piazza, χωριστό οικοδόμημα που αποτελούσε μέρος ναού, Λατ. porticus, σε Ηρόδ., Ξεν. II. στην Αθήνα, το όνομα αυτό δινόταν σε διάφορα δημόσια κτίρια· 1. αποθήκη, μαγαζί, αποθήκη σιτηρών, σε Αριστοφ. 2. ἡ βασίλειος ή ἡ τοῦ βασιλέως στοά, δικαστήριο όπου έδρευε ο ἄρχων βασιλεύς, στον ίδ., σε Πλάτ. 3. Ποικίλη (ζωγραφισμένη) Στοά, όπου δίδασκε ο Ζήνων ο Κιτιεύς, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφικής σχολής του να ονομαστούν οἱ ἐκ τῆς στοᾶς ή Στωικοί, σε Λουκ. III. υπόστεγο ή παράπηγμα για την προστασία των πολιορκουμένων, σε Πολύβ.
-
στοιβάζω, μέλ. -σω, συσσωρεύω, επισωρεύω, συμπυκνώνω, συσκευάζω, σε Λουκ.
-
στοιβή, ἡ (στείβω), θαμνώδες φυτό που χρησίμευε στο παραγέμισμα ή στην κατασκευή σαρώθρων· και μεταφ., «γέμισμα», «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, επιφώνημα, φλυαρία, μακρηγορία, σε Αριστοφ.
-
Στοϊκός, -ή, -όν, ποιητ. αντί Στωικός, σε Ανθ.
-
στοιχάς, -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱΣτοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Isles d' Hières, σε Στράβ.
-
στοιχεῖον, τό (στοῖχος), κανονικά, ένα από αυτά που αποτελούν σειρά· απ' όπου, I. στο ηλιακό ρολόι, η σκιά του γνώμονα που προχωρούσε από ώρα σε ώρα, σε Αριστοφ. II. 1. γενικά, μέρος μιας σειράς, στοιχειώδες φώνημα της γλώσσας, ήχος, φθόγγος, γράμμα, σε Πλάτ.· κατὰ στοιχεῖον, κατά τη σειρά των γραμμάτων του αλφαβήτου, αλφαβητικά, σε Ανθ. 2. στον πληθ., στοιχειώδη μέρη, τμήματα, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. στοιχεία της γνώσης και των επιστημών, βάσεις, πρώτες γνώσεις, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν στοιχείων, σε Ξεν.
-
στοιχέω, μέλ. -ήσω (στοῖχος)· I. βαδίζω σε γραμμή, σε σειρά ή παράταξη· βαδίζω σε παράταξη μάχης, σε Ξεν. II. με δοτ., βρίσκομαι στη γραμμή με, συμπορεύομαι, υποτάσσομαι σε αρχή ή κανόνα, σε Κ.Δ.
-
στοιχ-ηγορέω, μέλ. -ήσω, μιλώ με λογική τάξη, με ειρμό, σε Αισχύλ.
-
στοιχίζω, μέλ. -σω, I. θέτω σε σειρά, αραδιάζω, ιδίως λέγεται, για σειρά πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το θήραμα, σε Ξεν. II. κατατάσσω ή διευθετώ κατά σύστημα, με σύστημα, συστηματικά, σε Αισχύλ.
-
στοῖχος, ὁ (στείχω), I. σειρά, αράδα· στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη σειρά βαθμίδων, για την κλίμακα, σε Ηρόδ.· κατὰ στοῖχον, σε σειρά, κατά σειρά, σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, παράταξη των πλοίων σε στήλες, ἐν στοίχοις τρισί, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, γραμμή, παράταξη, σε Θουκ. II. σειρά πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.