Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ρ"

Βρέθηκαν 308 λήμματα [221 - 240]
ῥομβητός, , -όν, αυτός που περιστρέφεται σαν «ρόμβος» (= σβούρα), σε Ανθ.
ῥομβο-ειδής, -ές (εἶδος)· αυτός που έχει σχήμα ρόμβου, σε Στράβ.· ῥομβοειδὲς σχῆμα, ρόμβος, τετράπλευρο σχήμα, που έχει μόνο τις απέναντι πλευρές και γωνίες ίσες.
ῥόμβος ή ῥύμβος, (ῥέμβωI. 1. σβούρα ή τροχός, Λατ. rhombus, turbo, σε Ευρ., Ανθ. 2. μαγικός τροχός, χρησιμοποιείται από μάγους για να ενισχύσουν τα ξόρκια τους, σε Θεόκρ. II. περιστροφική κίνηση, λέγεται για σβούρα ή τροχό, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, εξαπολύοντας περιστρεφόμενα βέλη, σε Πίνδ.· ῥόμβος αἰετοῦ, αιφνιδιαστική επίθεση και βουτιά ή κυκλοτερής κίνηση και ορμητική εφόρμηση αετού, στον ίδ. III. 1. ρόμβος, δηλ. τετράπλευρο σχήμα με τις απέναντι μόνο γωνίες ίσες, σε Ευκλ. 2. είδος ψαριού, το «συάκι», το καλκάνι.
ῥομβωτός, , -όν, ρημ. επίθ. (βλ. ῥόμβος III), αυτός που έχει σχήμα ρόμβου, σε Ανθ.
ῥομφαία, , πλατύ, δίκοπο ξίφος, χρησιμ. από τους Θράκες, σε Πλούτ., Κ.Δ. (ξένη λέξη).
ῥόος, -ου, , Αττ. συνηρ. ῥοῦς (ῥέω), ρεύμα, ροή, ρους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποταμοὺς νέεσθαι κὰρ ῥόον, (τους έτρεψε) να ρέουν στη δική τους κοίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ ῥόον, κατά το ρεύμα, κατά τη ροή των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸςῥόον, ενάντια, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ρεύμα θαλάσσης, ὑπό τε ῥοῦ καὶ ἀνέμου, σε Θουκ.
ῥόπᾰλον, τό (ῥέπωI. ρόπαλο, ραβδί, χοντρόραβδο, στυλιάρι, παχύτερο στο ένα από τα δύο άκρα, χρησιμ. για ράβδισμα, ξυλοκόπημα γάιδαρου, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμ. ως μπαστούνι για το περπάτημα, μπαστούνι, βακτηρία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πολεμικό ρόπαλο ή σκήπτρο, που έχει επένδυση μεταλλική, στο ίδ., σε Ηρόδ. II. = ῥόπτρον III, σε Ξεν.
ῥοπή, (ῥέπωI. 1. κλίση προς τα κάτω, ροπή, κλίση πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· διαφέρειν τὴν ῥοπήν, διαταράσσω την ισορροπία, σε Πλούτ. 2. μεταφ., η κλίση της πλάστιγγας, η κρίσιμη στιγμή, στην οποία θα αποφασιστεί η έκβαση, Λατ. momentum· ἔχεται ῥόπας (ενν. ἡ πόλις), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή της τύχης της, σε Αριστοφ.· ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας, η πλάστιγγα ή η κρίσιμη μεταστροφή, αλλαγή της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, μικρή, ελαφρά κλίση της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη τροπή των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη τροπή των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, σε Θουκ.· ῥοπὴ βίου, το σημείο καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο θάνατος, σε Σοφ. II. μεταφ., επιρροή, επίδραση, επενέργεια, σε Δημ.
ῥόπτρον, τό (ῥέπωI. ξύλο ποντικοπαγίδας που αναπηδά όταν αγγίζεται και παγιδεύει τον ποντικό, σε Αρχίλ.· μεταφ., δίκης ῥόπτρον, σε Ευρ. II. ντέφι ή μικρό τύμπανο, σε Λουκ., Ανθ. III. κρόταλο εξώπορτας με το οποίο αυτή κρούεται, σε Ευρ.
ῥοῦς, , Αττ. συνηρ. αντί ῥόος.
ῥούσιος, -ον, κοκκινωπός, Λατ. russus, σε Ανθ.
ῥοφέω, μέλ. -ήσω και -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐρρόφησα· 1. ρουφώ λαίμαργα, άπληστα, καταπίνω ρουφηχτά, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 2. στραγγίζω, αποξηραίνω, κενώνω, αδειάζω, καταβροχθίζω το περιεχόμενο, σε Αριστοφ.· με τη σημασία αυτή, ῥοφέω ἀρτηρίας, λέγεται για το δηλητήριο πάνω στον χιτώνα του Ηρακλή, σε Σοφ.
ῥοφητικός, , -όν, απορροφητικός, σε Στράβ.
ῥοφητός, , -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ρουφήξει, σε Στράβ.
ῥοχθέω, μέλ. -ήσω, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ῥόχθει· συντρίβομαι με βροντερό ήχο, με πάταγο, λέγεται για τα θαλάσσια κύματα που σπάζουν στην ξηρά, σε Ομήρ. Οδ.
ῥόχθος, , παφλασμός, μουγκρητό, πάταγος των κυμάτων της θάλασσας.
ῥο-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που έχει δυνατό, ισχυρό ρεύμα, που ρέει ορμητικά, λέγεται για τη θάλασσα στην οποία υπάρχουν ισχυρά ρεύματα, σε Θουκ.· επίσης, λέγεται για τα βράχια, που είναι εκτεθειμένα σε τέτοιες θάλασσες, σε Στράβ.
ῥύαξ[ῠ],-ᾱκος, (ῥέω), ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος, σε Θουκ.· ὁ ῥύαξ τοῦ πυρός, λέγεται για ρεύμα, ποτάμι λάβας, ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.
ῥύᾰτο, Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.
ῥυγχ-ελέφας, , αυτός που έχει ρύγχος, προβοσκίδα ελέφαντα, σε Ανθ.