Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2501 - 2520]
-
πικρό-γᾰμος, -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
-
πικρό-γλωσσος, -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.
-
πικρό-καρπος, -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.
-
πικρός, -ά, -όν και -ός, -όν,
Α. I. κυρίως (από πεύκη), αιχμηρός, οξύς, κοφτερός, ὀϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.· γλωχίς, σε Σοφ.· μεταφ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι, σε Ευρ. II. γενικά, διαπεραστικός στις αισθήσεις. 1. λέγεται για τη γεύση, οξύς, πικάντικος, πικρός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για την όσφρηση, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για τις αισθήσεις, οξύς, διαπεραστικός, ὠδῖνες, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 3. λέγεται για τον ήχο, οξύς, διαπεραστικός, διατρητικός, διεισδυτικός, οἰμωγή, φθόγγος, σε Σοφ.· γόοι, σε Ευρ. III. μεταφ., 1. λέγεται για πράγματα, σκληρός, ωμός, μισητός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. λέγεται για πρόσωπα, άσπονδος, μοχθηρός, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· πικρὸς θεοῖς, μισητός στους θεούς, σε Σοφ.· πικρὸς πολίταις, σε Ευρ. 3. πικραμένος, θλιμμένος, σε Σοφ. Β. συγκρ. -ότερος, υπερθ. -ότατος, σε Πίνδ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., πικρῶς, πικρά, ωμά, σκληρά, αμείλικτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· πικρῶς ἔχειν τινί, πρός τινα, σε Δημ.· πικρῶς φέρειν τι, σε Ευρ.
-
πικρότης, -ητος, ἡ, I. πικροτητα στη γεύση, λέγεται για την αίσθηση της γεύσης, σε Πλάτ. III. μεταφ., δριμύτητα, σκληρότητα, σε Ηρόδ., Ευρ.
-
πικρό-χολος, -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.
-
πικτίς, βλ. πυκτίς.
-
πῑλέω, μέλ. -ήσω (πῖλος)· I. συμπιέζω το μαλλί, το στουμπώνω, πιληθεὶς πέτασος, τσόχινο καπέλο, σε Ανθ. II. είμαι σφιχτά συμπιεσμένος, είμαι ζυμωμένος, στον ίδ.
-
πῑλίδιον, τό, υποκορ. του πῖλος, Λατ. pileolus, σε Αριστοφ., Δημ.
-
πῑλίον, τό, υποκορ. του πῖλος, σε Πλούτ.
-
πῑ-λῐπής, -ές (λείπω), αυτός που του λείπει το γράμμα π, σε Ανθ.
-
πιλνάω, = πελάζω, φέρνω κοντά, σε Ησίοδ.· πίλναμαι (αλλά χωρίς Ενεργ. τύπο πίλνημι)· τραβώ κοντά σε, προσεγγίζω, με δοτ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τα άρματα άγγιξαν το έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ'οὔδεϊ πίλναται, στο ίδ.· γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, η γη και ο ουρανός κινδυνεύουν να ενωθούν (στη διάρκεια καταιγίδας), σε Ησίοδ.
-
πῖλος, ὁ, I. έριο ή μαλλί που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το πίλημα, και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική επένδυση στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ. II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τσόχα, τσόχινος σκούφος, όπως το μοντέρνο φέσι, σε Ησίοδ.· πίλους τιάρας φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι ἦσαν, στον ίδ. 2. τσόχινο ένδυμα, σε Ξεν. 3. ο τσόχινος θώρακας πανοπλίας, σε Θουκ.
-
πῑλοφορικός, -ή, -όν, συνηθισμένος να φοράει πῑλον, σε Λουκ.
-
πῑλο-φόρος, -ον (πῖλος II, φέρω), αυτός που φέρει, φορά καπέλο, σε Ανθ.
-
πῑλωτός, -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από τσόχα, τσόχινος, σε Στράβ.
-
πῑμελή, ἡ (πίων), πλαδαρό πάχος, χοιρινό λίπος, Λατ. adeps, σε Ηρόδ., Σοφ.
-
πῑμελής, -ές, παχύς, σε Λουκ., Βάβρ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
-
πιμπλάνομαι, Επικ. αντί πίμπλαμαι, Παθ. του πίμπλημι, σε Ομήρ. Ιλ.
-
πίμπλαντο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του πίμπλημι.