Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [1581 - 1600]
-
πενεστεία, ἡ = οἱ πενέσται, η τάξη των πενεστών, σε Αριστ.
-
πενέστερος, -τατος, συγκρ. και υπερθ. του πένης.
-
πενέστης, -ου, ὁ (πένομαι)· I. εργάτης, τεχνίτης· οι πενέστες ήταν Θεσσαλοί δουλοπάροικοι, Λατ. ascripti glebae, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ., όπως οι Εἵλωτες στη Λακωνία, αρχικώς ήταν φυλή που ηττήθηκε στον πόλεμο, έπειτα αυξήθηκαν από τους αιχμάλωτους του πολέμου και σχημάτισαν μια μέση κοινωνική τάξη που βρισκόταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους εκ γενετής δούλους. II. γενικά, οποιοσδήποτε σκλάβος ή δούλος, σε Ευρ.· φτωχός άνθρωπος, σε Αριστοφ.
-
πένης, -ητος, ὁ (πένομαι)· I. αυτός που δουλεύει για το καθημερινό ψωμί του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, που διακρίνεται από τον πτωχόν (ζητιάνος), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, δόμος, σε Ευρ.· ἐν πένητι σώματι, στον ίδ.· με γεν., πένης χρημάτων, φτωχός από χρήματα, στον ίδ.· πένης φίλων, σε Πλάτ.· συγκρ. πενέστερος, σε Ξεν.· υπερθ. πενέστατος, σε Δημ.
-
πενητο-κόμος, -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει τους φτωχούς, σε Ανθ.
-
πενθᾰλέος, -α, -ον, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Ανθ.
-
πένθεια, ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.
-
πενθείετον, Επικ. αντί πενθεῖτον, γʹ δυϊκ. του πενθέω.
-
πενθερά, Ιων. -ρη, ἡ, θηλ. του πενθερός, πεθερά, Λατ. socrus, σε Δημ.
-
πενθερός, ὁ, I. πεθερός, Λατ. socer, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πεθερικά, σε Ευρ. II. γενικά, συγγένεια κατόπιν γάμου, π.χ. γαμπρός, κουνιάδος, στον ίδ.
-
πενθέω, Επικ. γʹ δυϊκ. πενθείετον, απαρ. πενθήμεναι· μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐπένθησα, παρακ. πεπένθηκα· (πένθος)· θρηνώ, κλαίω, πενθώ, σε Ομήρ. Ιλ.· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., οδύρομαι για, σε Ισοκρ.
-
πένθημα, -ατος, τό, θρήνος, πένθος, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
πενθήμεναι, Επικ. απαρ. του πενθέω.
-
πενθ-ήμερος, -ον, αυτός που διαρκεί πέντε μέρες, κατὰ πενθήμερον, λέγεται για διαδοχικά διαστήματα των πέντε ημερών, σε Ξεν.
-
πενθ-ημῐ-μερής, -ές, αυτός που αποτελείται από πέντε μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην προσωδία, τομὴ πενθημιμερής, η τομή έπειτα από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά μέτρα.
-
πενθ-ημῐ-πόδιος, -α, -ον (πούς), αυτός που αποτελείται από πέντε ημιπόδια, δηλ. από δυόμιση πόδια, σε Ξεν.
-
πενθ-ήρης, -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.
-
πενθητήρ, -ῆρος, ὁ, ἡ (πενθέω), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ.
-
πενθητήριος, -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.
-
πενθῐκός, -ή, -όν (πένθος), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πένθος, πένθιμος· επίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε πένθος για κάποιον, σε Ξεν.